Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Εκδήλωση 4ης Ιουλίου-Γ. Κατρούγκαλος


ΕΚΔΗΛΩΣΗ  - "ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ"

Στις 4 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη εκδήλωση του Συλλόγου μας, με θέμα «Φασισμός και Δημοκρατία την εποχή της κρίσης». . Την εκδήλωση άνοιξαν οι εισηγητές:
  • Λιόσης Βασίλης, συνδικαλιστής στην εκπαίδευση: "Το φασιστικό φαινόμενο στην Ευρώπη του μεσοπολέμου"  
  • Σουάνη Μαρία, εργαζόμενη στη ΔΕΗ: "Το φασιστικό φαινόμενο στη Δ. Ευρώπη και τη σύγχρονη Ελλάδα"
  • Κατρούγκαλος Γιώργος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου: "Η άνοδος του νεοφασισμού ως σύμπτωμα της κρίσης αξιών του πολιτικού συστήματος" 
 Σήμερα δημοσιεύουμε τις εισηγήσεις αυτές, ολοκληρώνοντας με την εισήγηση του Γιώργου Κατρούγκαλου.

 

Η άνοδος της Χρυσής Αυγής ως σύμπτωμα της κρίσης νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος


Η άνοδος της Χρυσής Αυγής αποτελεί ένα ακόμη από τα συμπτώματα της γενικευμένης κρίσης του πολιτικού συστήματος, μαζί με την άνοδο της αποχής και την προφανή κατάρρευση του δικομματισμού. Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος των ακροδεξιών και νεοφασιστικών κομμάτων στην Ευρώπη προκαλεί εύλογη ανησυχία. Πολύ περισσότερο που η  Χρυσή Αυγή όχι μόνο αποτελεί ένα από τα δυναμικότερα και πιο γρήγορα ανερχόμενα παρόμοια σχήματα, αλλά φαίνεται να έχει και μαύρα χαρακτηριστικά που την ξεχωρίζουν ακόμη και στην δική της οικογένεια: για παράδειγμα, όπως παρατηρούσε πρόσφατα και ο Επίτροπος Ανθρώπινων Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φασιστικό χαιρετισμό δεν δίνουν άλλοι βουλευτές ευρωπαϊκών κομμάτων[1].
Τόσο η ερμηνεία όμως των αιτίων της ανόδου της Χρυσής Αυγής όσο και οι συνταγές που προτείνονται για την αντιμετώπιση της είναι συχνά προβληματικές. Μία από τις αληθοφανέστερες ερμηνευτικές διηγήσεις είναι αυτή που μιλά για την παράλληλη άνοδο των άκρων σε συνθήκες κρίσης και τον κίνδυνο που αυτή συνεπάγεται για την δημοκρατία. Στο πλαίσιο αυτό συνήθης είναι και ο παραλληλισμός με την Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η οποία υποτίθεται ότι υπονομεύθηκε εξίσου εξ αριστερών και εκ δεξιών.
Η ιστορική αλήθεια, βεβαίως, είναι διαφορετική. Οι σοσιαλδημοκράτες που έλεγχαν κατά το μεγαλύτερο διάστημα την κυβερνητική εξουσία στη Γερμανία του μεσοπολέμου όχι απλώς δεν κράτησαν αποστάσεις από τα «άκρα» αλλά χρησιμοποίησαν συχνά τα ακροδεξιά στοιχεία, ιδίως τα διαβόητα Freikorps, για να καταπνίξουν τις εργατικές εξεγέρσεις στο Βερολίνο, στο Μόναχο και στην κοιλάδα του Ρουρ και για να δολοφονήσουν εργατικούς ηγέτες, όπως η «κόκκινη» Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ.


Αντιθέτως, οι μαζικές εργατικές διαδηλώσεις και η δράση των κομμουνιστών αποτέλεσαν το έσχατο φράγμα στη φαιά πλημμυρίδα του ναζιστικού κόμματος. Για το λόγο αυτό χρειάστηκε η μεγάλη προβοκάτσια του εμπρησμού του Ράιχσταγκ για την τελική εξουδετέρωση του αριστερού κινήματος και της φυσικής εξόντωσης των ηγετών του, προκειμένου να εδραιωθεί απόλυτα η χιτλερική εξουσία.
Όσο ανιστόρητη όμως και εάν είναι η «θεωρία των άκρων» άλλο τόσο χρήσιμη φαίνεται για όσους τη χρησιμοποιούν, προκειμένου να συκοφαντήσουν την αριστερά, με σχήματα όπως αυτά που εξομοιώνουν «μαύρο» και «κόκκινο» φασισμό. Δυστυχώς, παρόμοια ρητορική έχει υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια τόσο το Συμβούλιο της Ευρώπης όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ιδιαίτερα προβληματική είναι μία πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η οποία καλεί τις αστυνομικές αρχές των κρατών μελών να συλλέξουν στοιχεία ώστε να αντιμετωπίσουν την «ριζοσπαστικοποίηση»  των ευρωπαϊκών κοινωνιών[2].
Καλά όλα αυτά, αλλά πώς θα αντιμετωπιστεί η καθημερινή βία της Χρυσής Αυγής; Πώς μπορεί να ανέχεται κανείς την υποκατάσταση της αστυνομίας από τις αυτόκλητες περιπολίες των vigilante, τους ξυλοδαρμούς και τα μαχαιρώματα μεταναστών, συχνά μπροστά στα μάτια των παιδιών τους; Μήπως, πέραν της –αυτονόητης- ποινικής δίωξης παρόμοιων εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου (που, δυστυχώς, δεν είναι καθόλου αυτονόητη, λόγω της αμαρτωλής σχέσης που συνδέει αρκετές φορές τις συμμορίες των νεοφασιστών με επίορκους αστυνομικούς) θα έπρεπε η Χρυσή Αυγή να τεθεί εκτός νόμου;
Αυτό υποστηρίζουν αρκετοί καλόπιστοι πολίτες και το υπαινίχθηκε και ο Επίτροπος Ανθρώπινων Δικαιωμάτων της ΕΕ στην προαναφερθείσα συνέντευξη του. Το Σύνταγμα μας πράγματι προβλέπει στο άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος μας ότι «η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Η προγραμματική, όμως, αυτή ρύθμιση, σοφά δεν συνοδεύεται από την πρόβλεψη για διοικητική ή δικαστική διάλυση ενός πολιτικού κόμματος.
Ο κίνδυνος είναι προφανής: ποιος θα ελέγξει ποιών κομμάτων η δράση πράγματι εξυπηρετεί τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και ποιων όχι; Μπορεί να αναθέσουμε μία πολιτική απόφαση τέτοιας σημασίας στον δικαστή; Στη Γερμανία, για παράδειγμα, τη μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που επέλεξε τον δρόμο της διάλυσης με δικαστική απόφαση όσων κομμάτων θα κρίνονταν εχθροί της δημοκρατίας, πρώτα απαγορεύθηκε το νέο-ναζιστικό κόμμα και μετά από λίγο το κομμουνιστικό.


Πέραν τούτου, οι απαγορεύσεις έχουν συχνά αποδειχθεί εντελώς αντιπαραγωγικές, αφού ενισχύουν τα κόμματα που τίθενται σε απαγόρευση αντί να τα αποδυναμώσουν. Έτσι, για παράδειγμα, το ισλαμικό κόμμα στην  Τουρκία, μετά την διάλυση του με απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου της χώρας αυτής (που κρίθηκε σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από το Δικαστήριο του Στρασβούργου), με νέο όνομα και νέο ηγέτη –τον Ερντογάν- έγινε σε λίγα χρόνια ο αναμφισβήτητος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Ο λόγος είναι προφανής: οι ιδέες δεν αντιμετωπίζονται με καταστολή. Όπως τα καρφιά, όσο τις χτυπάς τόσο στερεώνονται.
Η Χρυσή Αυγή δεν θα αντιμετωπιστεί με διοικητικής φύσης περιορισμούς. Αυτοί, αντίθετα, θα την δυναμώσουν. Θα ενισχύσουν το βασικό προπαγανδιστικό της μήνυμα, ότι αυτή είναι –τάχα- η βασική αντισυστημική δύναμη, και ότι για το λόγο αυτό βρίσκεται σε διωγμό. Οι «ιδέες» της δεν αντέχουν στο δημόσιο διάλογο και σε αυτόν θα πρέπει να δοκιμαστούν. Οι παράνομες πράξεις της θα πρέπει να παταχθούν αμείλικτα και αμείλικτα πρέπει να αντιμετωπιστούν και οι συνένοχοι της στα σώματα ασφαλείας. Η τελική της, όμως, αποδυνάμωση, δεν θα συμβεί παρά μόνον όταν εκλείψει το αντικείμενο της δημαγωγίας της: όταν η συλλογική δράση της αλληλεγγύης και της ανθρωπιάς θα ξανακάνει τις γειτονιές ελεύθερες από το φόβο.

Γιώργος Κατρούγκαλος


[1] Βλ. συνέντευξη του Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Νιλς Μούζνιεκς στην Εφημερίδα Το Βήμα, 15/7/2012, σ. Α35.

[2] DRAFT COUNCIL CONCLUSIONS ON THE USE OF A STANDARDISED, MULTIDIMENSIONAL SEMI-STRUCTURED INSTRUMENT FOR COLLECTING DATA AND INFORMATION ON THE PROCESSES OF RADICALISATION IN THE EU,  8570/10 7984/10 ENFOPOL 78 + COR 1 + ADD 1 5692/1/10 REV 1 ENFOPOL 24 + ADD 1 REV 1, Brussels, 16 April 2010.

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Εκδήλωση 4ης Ιουλίου-Μ.Σουάνη

 
ΕΚΔΗΛΩΣΗ  - "ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ"


Στις 4 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη εκδήλωση του Συλλόγου μας, με θέμα «Φασισμός και Δημοκρατία την εποχή της κρίσης». . Την εκδήλωση άνοιξαν οι εισηγητές:
  • Λιόσης Βασίλης, συνδικαλιστής στην εκπαίδευση: "Το φασιστικό φαινόμενο στην Ευρώπη του μεσοπολέμου"  
  • Σουάνη Μαρία, εργαζόμενη στη ΔΕΗ: "Το φασιστικό φαινόμενο στη Δ. Ευρώπη και τη σύγχρονη Ελλάδα"
  • Κατρούγκαλος Γιώργος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου: "Η άνοδος του νεοφασισμού ως σύμπτωμα της κρίσης αξιών του πολιτικού συστήματος" 
 Σήμερα δημοσιεύουμε τις εισηγήσεις αυτές -οι οποίες λόγω της μεγάλης τους έκτασης θα δημοσιευτούν τμηματικά- συνεχίζοντας με την εισήγηση της δεύτερης ομιλήτριας, Μαρία Σουάνη.

Το φασιστικό φαινόμενο στη Δυτική Ευρώπη και στη σύγχρονη Ελλάδα


«Το χώμα που τον ανέθρεψε είναι ακόμη καρποφόρο…». Επαληθεύεται η  προειδοποίηση του Μπέρτολτ  Μπρεχτ;

Σε όλη την Ευρώπη τα ακροδεξιά και τα φασιστικά κόμματα αναπτύσσονται ραγδαία ακολουθώντας τον μονόδρομο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, συμμετέχουν σε κυβερνήσεις, ενισχύονται ανησυχητικά: Οι ακροδεξιοί στη Φιλανδία έχουν το 19%, στην Ολλανδία 15,5 %, στην Ελβετία το 29%, στη Δανία είναι τρίτο κόμμα, στη Σουηδία είναι ρυθμιστικός παράγοντας με 5,7%, στη Νορβηγία 23%, στην Αυστρία 25%, στη Γαλλία 18%, στην Ουγγαρία 17%.

Προσαρμόζονται στη νοοτροπία και στις πολιτικές παραδόσεις κάθε λαού, στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας, αλλά συγκροτούν ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗΣ.

Συγκέντρωση των ναζιστών της Χ.Α. κατά την δεκαετία του 1990. 
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ η ακροδεξιά δεν ξεριζώθηκε μεταπολεμικά. Στη δεκαετία του ’60 ενσωματώθηκε και κυριάρχησε στην ΕΡΕ, ανέλαβε τη διακυβέρνηση μέσα από τη χούντα των συνταγματαρχών. Στη μεταπολίτευση το λαϊκό κίνημα την υποχρέωσε να ενσωματωθεί στο κόμμα της Ν.Δ., χωρίς όμως να χάσει και την αυτόνομη ύπαρξή της μέσα από την Εθνική Παράταξη (το1977 έλαβε 6.7%) και κατόπιν την ΕΠΕΝ με ιδρυτή τον Γ. Παπαδόπουλο και αρχηγούς της νεολαίας της τον Ν. Μιχαλολιάκο και τον Μ. Βορίδη. Στελέχη της όπως ο Πλεύρης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διεθνή και ευρωπαϊκή οργάνωσή της. Το ΛΑΟΣ σε μια «αποδεκτή» κοινοβουλευτική εκδοχή εισήγαγε ιδεολογικά και πολιτικά τις θέσεις της ακροδεξιάς και  οργάνωσε την εφαλτήρια  βάση.  Παρέδωσε εν τέλη τα σκήπτρα στη Χρυσή Αυγή, οργάνωση με καθαρά φασιστικά και νεοναζιστικά χαρακτηριστικά.
    Στις πρόσφατες εκλογές κατέγραψε ποσοστό 6,92% και έδειξε σταθερότητα απέναντι στα συμπιεστικά διλλήματα. Μαζί με το ΛΑΟΣ η ακροδεξιά συσπειρώνει το 10% των ψηφοφόρων. Ανησυχία προκαλεί ότι έλαβε 40% στα σώματα ασφαλείας.
    Οργανώνει επιθέσεις στις λαϊκές γειτονιές σε μελαψούς μετανάστες, εύκολα θύματα που ζουν στο περιθώριο της οικονομικής και πολιτικής ζωής, διαποτίζοντας την κοινωνία με σοβινιστικό μίσος απέναντι στους άλλους λαούς. Στις δολοφονικές επιχειρήσεις χρησιμοποιεί και μετανάστες από την Αλβανία (είναι της άριας φυλής).
    Εμφανίζεται σαν τιμωρός απέναντι στη σαπίλα και τη διαφθορά του πολιτικού συστήματος. Υποκαθιστά την αστυνομία ή μαφιόζικες σπείρες προστασίας καταστημάτων και πολυκατοικιών σε «επικίνδυνες» περιοχές (υψηλών συμφερόντων και προοπτικών κερδοφορίας για κτηματομεσιτικά συμφέροντα). Κάνει παρελάσεις και επίδειξη ισχύος στο κέντρο της Αθήνας αλλά και σε πόλεις, δήμους, κ.ά.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΘΡΕΦΕΙ τέτοια φασιστικά κινήματα σε μια χώρα με σπουδαία ιστορική εμπειρία, αγώνες, κίνημα;

Η ΚΡΙΣΗ ξεσκέπασε τα περιορισμένα όρια της καπιταλιστικής οργάνωσης. Η αστική δημοκρατία, που είναι στην υπηρεσία των συμφερόντων του κεφαλαίου και επιδιώκει να φορτώσει τα βάρη στον εργαζόμενο λαό, δεν μπορεί να κυβερνήσει όπως προηγούμενα.

Όταν η ριζοσπαστικοποίηση των μαζών βάζει σε κίνδυνο τη διαιώνιση του συστήματος, και τα αιτήματα των λαϊκών συσπειρώσεων αμφισβητούν την πολιτική ή και την ίδια την κυριαρχία του κεφαλαίου.

Τότε ο καπιταλισμός χρησιμοποιεί και την ανοιχτή βία, που την αναθέτει σε κατασκευασμένες από τα πριν οργανώσεις, για να καθαρίσουν τον τόπο από τις επικίνδυνες οργανωμένες λαϊκές αντιδράσεις, χωρίς να εγκαταλείπει και τον ιδεολογικό επηρεασμό και τη στρέβλωση.


Τι συμβαίνει στη χώρα τα τελευταία 15 χρόνια;

Υλοποιώντας τις κατευθύνσεις της Ε.Ε. και μέσα από την πορεία προς την ΟΝΕ, το πιο αδηφάγο τμήμα του κεφαλαίου το χρηματιστικό  έζησε μεγάλες στιγμές κερδοσκοπίας. Το δρόμο τον έστρωσαν τα μεγάλα αστικά κόμματα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.

    Με το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου ιδιοποιήθηκαν το σύνολο της λαϊκής αποταμίευσης. Μέσα από την Ολυμπιάδα καρπώθηκαν το δημόσιο χρήμα
    Στη συνέχεια υπερχρέωσαν τα νοικοκυριά αποδίδοντας 400% -500% ετήσια κέρδη στις τράπεζες.
    Κατασκεύασαν το χρέος και οργανώνουν τη χρεοκοπία των λαϊκών στρωμάτων και της χώρας. Με αυτό το πρόσχημα παραδίδουν την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία απευθείας στις πολυεθνικές και στους γύπες του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
    Παράλληλα απομειώνουν την παραγωγική βάση μέσα από ιδιωτικοποιήσεις, κλείσιμο και απαξίωση επιχειρήσεων και κλάδων. Συρρίκνωσαν την αγροτική παραγωγή εφαρμόζοντας την πολιτική της Ε.Ε. Μέσα από λεόντειες συμφωνίες καταπίνουν τον παραγωγικό και ορυκτό πλούτο της χώρας προσδιορίζοντας ένα μαύρο μέλλον στο λαό και καμένη γη.
    Για να διατηρήσουν αλώβητα τα κέρδη τους, εμποδίζουν και φρενάρουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων: γι’ αυτό φτηναίνουν την εργατική δύναμη. Δεν μπορούν να εγγυηθούν πια την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, ενώ ληστεύουν τα ασφαλιστικά ταμεία, αποδιαρθρώνουν υγεία και παιδεία.

Η αστική τάξη είναι αντιδραστική δύναμη, είναι τροχοπέδη στην ανάπτυξη της κοινωνίας. Είναι η μόνη υπεύθυνη για το φαινόμενο του φασισμού!

Ο ελληνικός λαός αντέδρασε από την αρχή με 2 μεγάλες απεργίες κοντά στο πρώτο μνημόνιο, οι οποίες χτυπήθηκαν και προβοκαρίστηκαν. Παρά την κρίση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και την ανυπαρξία μαζικών φορέων στις γειτονιές, βγήκε στους δρόμους και στις πλατείες σε κατάσταση απόγνωσης και οργής, για να διαδηλώσει την αντίθεση και την αγανάκτησή του.

Ο λαός υποστήριξε την ανάγκη της πολιτικής κάθαρσης και αναζήτησε συλλογικές λύσεις στο δρόμο, χτυπήθηκε με τους μηχανισμούς της κρατικής καταστολής.

Στράφηκε ενάντια στα μνημόνια, στην άγρια λιτότητα, στο ΕΥΡΩ, κατανόησε ότι το χρέος είναι πρόσχημα για τη διάλυση της ζωής του και την παράδοση της χώρας,  έδωσε διεθνές στίγμα.

Η κορύφωση αυτής της διάθεσης με την μεγάλη απεργία στις 12 Φλεβάρη, χτύπησε καμπανάκι κινδύνου. Επιστρατεύτηκαν οι κρατικές δυνάμεις καταστολής (που σημειωτέον ψήφισαν στην πλειοψηφία τους Χ.Α.), το παρακράτος, οργανώθηκαν κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις, εκφοβισμός, προπαγάνδα.


Σε απάντηση η κυρίαρχη αστική τάξη συγκρότησε στις γειτονιές τη Χρυσή Αυγή για να συσπειρώσει τα πιο καθυστερημένα πολιτικά στρώματα, που αδυνατούν να εντοπίσουν τους πραγματικούς ενόχους, τις  αιτίες, τις λύσεις. Χρησιμοποίησε το θυμό και την απόγνωση για να παρασύρει στο αίτημα της αντικατάστασης του πολιτικού υποκόσμου με τον ποινικό και παρακρατικό υπόκοσμο.

«…ο φασισμός καταφέρνει να κερδίζει τις μάζες, επειδή με δημαγωγικό τρόπο επικαλείται τις πιο καυτές τους ανάγκες… δρα για το συμφέρον των ιμπεριαλιστών των άκρων, αλλά μπροστά στις μάζες παρουσιάζεται με το ένδυμα του υπερασπιστή ενός ταπεινωμένου έθνους κι επικαλείται τα προσβλημένα εθνικά αισθήματα… ο φασισμός έρχεται στην εξουσία σαν κόμμα επίθεσης ενάντια στο επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου, ενάντια στις λαϊκές μάζες που βρίσκονται σε αναβρασμό. Ωστόσο παρουσιάζει τον ερχομό του σαν ένα επαναστατικό κίνημα ενάντια στην αστική τάξη, στο όνομα ολόκληρου του έθνους και για τη σωτηρία του έθνους» (Γκ. Δημητρώφ).



ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ;

Οι θέσεις που έχει δημοσιεύσει η Οργάνωση ξεχειλίζουν από κορώνες ενάντια στο μνημόνιο και στους τοκογλύφους τραπεζίτες, ότι μέσα από την απληστία τους και τον κοσμοπολιτισμό τους οδήγησαν τη χώρα σε εξάρτηση, απώλεια εθνικής κυριαρχίας, κατοχή. Ανακοινώνει ότι θα κάνει Ε.Λ.Ε., θα καταργήσει το μνημόνιο και τις δανειακές συμβάσεις. Θα εθνικοποιήσει τις τράπεζες που έχουν λάβει ισχυρή ενίσχυση και θα επαναπροσδιορίσει το τραπεζικό σύστημα σε αναπτυξιακό και κοινωνικό (!!!). Όλα τα παραπάνω είναι με τη μορφή συνθημάτων, δεν εμπλέκεται καμία ανάλυση, ούτε  καθορίζεται κάποιος δρόμος που θα ακολουθηθεί, κάτι απαράδεκτο για ένα κόμμα που έχει ήδη το 7% του εκλογικού σώματος.

Αναφέρονται σε αποδέσμευση από διεθνείς οργανισμούς που δεν υπηρετούν εθνικά συμφέροντα, παραλείπει βέβαια να τους κατονομάσει για να ξέρουμε κι εμείς τι εννοεί. Προτείνει νέες στρατηγικές συμμαχίες γεωπολιτικά και ιστορικά αποδεκτές: Θεωρεί ότι η ορθόδοξη Ρωσία πρέπει να ενταχθεί στην Ε.Ε., η οποία πρέπει να γίνει η Ευρώπη των Εθνών (ένα ανατριχιαστικό σενάριο πλεγμένο με την άνοδο της ακροδεξιάς σε όλη την ήπειρο). Εξαγγέλλουν δημιουργία ΑΟΖ για την αξιοποίηση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων στο Αιγαίο.

Εντοπίζουν την καταστροφή της αγροτικής παραγωγής, αλλά δεν έχουν καμία αναφορά στις αιτίες:  ΕΟΚ, αγροτικές επιδοτήσεις, ΚΑΠ, κλπ. Θα αποκαταστήσουν την αυτάρκεια της χώρας σε αγροτικά προϊόντα και θα αναπτύξουν την παραγωγική βάση, αόριστα.

Εντοπίζει απαξίωση στη ναυτιλία και στους έλληνες ναυτικούς. Ούτε λέξη για το καμποτάζ, την απελευθέρωση των ακτοπλοϊκών γραμμών, τα αφορολόγητα κέρδη.

Προσδιορίζει την κατάργηση της κρατικής σπατάλης αποκλειστικά στους μισθούς των βουλευτών. Για όλα τα άλλα όπως οι νομοθετημένες επιδοτήσεις, τα κίνητρα στο κεφάλαιο, οι φοροαπαλλαγές, τα ειδικά τιμολόγια, κοκ, δεν υπάρχει καμία αναφορά.

Δεν καταθέτουν καμία ανάλυση, ούτε σαφή πρόταση απέναντι στην απαξίωση της βιομηχανικής παραγωγής. Διευκρινίζουν όμως ότι ισχυρή οικονομία σημαίνει ιδιωτική πρωτοβουλία και δημόσιος τομέας, δηλαδή αυτό ακριβώς που ζούμε: το κράτος διασφαλίζει την ύπαρξη και τα κέρδη τραπεζών, μεταπρατών και βιομηχάνων. Ακριβώς γι’ αυτό θα απλοποιήσουν επίσης τις διαδικασίες στην ανάπτυξη, με άλλα λόγια μπάτε σκύλοι αλέστε.

Οι στρατηγικοί τομείς της οικονομίας θα ελέγχονται από το κράτος (το ιδιοκτησιακό εννοείται ιδιωτικό;). Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα η πλειοψηφία των μετοχών θα είναι στον έλεγχο του δημοσίου, κάτι που ευθέως σημαίνει α) ότι θα λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια προς τα συμφέροντα των ιδιωτών μετόχων αποκλειστικά, και β) η ιδιοκτησία θα είναι σε ιδιωτικά χέρια από 49-66%.

Στα μέτρα κοινωνικής προστασίας δεσμεύονται για ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, το οποίο όμως δεν προσδιορίζεται. Δεν γίνεται βέβαια καμία αναφορά σε ΣΣΕ, εργατική νομοθεσία, κλπ. Δεν χρειάζεται άλλωστε στο εθνικό τους κράτος χωρίς τάξεις, όπου η αλληλεγγύη θα βασιλεύει και οι εργοδότες θα κάνουν από μόνοι τους το καλύτερο δυνατό για τους ομοεθνείς τους εργάτες… Όλη η χώρα μια ΕΟΖ, όπου θα κυριαρχεί η αχαλίνωτη αυθαιρεσία των καπιταλιστών!

Εξαγγέλλουν κάποιο (;) «αποτελεσματικό σύστημα υγείας», χωρίς τον προσδιορισμό του δημοσίου. Ούτε κουβέντα για ασφαλιστικό, συντάξεις, φάρμακο, πρόνοια, υγεία και ασφάλεια της εργασίας. Αναφέρονται σε ειδικά προγράμματα στήριξης της μητρότητας, ευαίσθητων ομάδων, νέων, πολυτέκνων, ανέργων,  κλπ, όλα ασαφή.

Σε διαγραφή χρεών και αναδιαπραγμάτευση δανείων, αόριστα. Κάποιο απροσδιόριστο, σταθερό και απλό φορολογικό σύστημα. Κι άλλα ειδικά προγράμματα -επίσης ασαφή αλλά με μυστικές προδιαγραφές- για την αγροτική παραγωγή, τους βιοτέχνες, κα.

Κάνουν λόγο για 9χρονη υποχρεωτική βασική παιδεία, η οποία θα παρέχεται με φροντίδα του κράτους (αυτό δεν την καθιστά δημόσια) σε όλους τους Έλληνες (όχι στους υπόλοιπους). Η παιδεία θα έχει ελληνορθόδοξα χαρακτηριστικά. Αναγνωρίζουν ως εθνικό το χαρακτήρα της εκκλησίας. Κηρύττουν ανεξιθρησκία, εκτός εάν θίγονται τα εθνικά συμφέροντα και υποσκάπτουν τον ελληνισμό. Κάτι που σημαίνει ότι διώκονται τα θρησκεύματα λαών που «απειλούν το έθνος», ενώ δεν αποκλείεται ο δωδεκαθεϊσμός, αρχαίες λατρείες, κλπ.


Ένοπλες δυνάμεις:

Παραλείπεται οποιαδήποτε αναφορά στα μισθοφορικά τάγματα. Δεσμεύονται για προαγωγές με βάση την πίστη στο έθνος (δηλ. απόλυτος ιδεολογικός και πολιτικός έλεγχος της ηγεσίας αλλά και των μεσαίων στελεχών). Ουσιαστικά προτείνουν στρατιωτικό κράτος. Δημιουργία Λυκείων Στρατιωτικής και Αστυνομικής Κατεύθυνσης, στα οποία η νεολαία θα απολαμβάνει ατελείωτη στρατιωτική εκγύμναση και προετοιμασία για αρπακτικούς πολέμους. Αυτός είναι ένας πλατύς δρόμος προς ένα λαμπρό μέλλον.

Εθνικά θέματα: «Ένας λαός που καταπιέζει άλλους λαούς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος» (Μαρξ)

Έχουμε να κάνουμε με τον πιο χυδαίο σωβινισμό, πολύ επικίνδυνο για την ύπαρξη του λαού μας και την ειρηνική συμβίωση με τους γείτονες. Αντιγράφουμε από τις θέσεις της Χ.Α.:

    «Η Μακεδονία μας γη ελληνική… μερικά τμήματά της παραμένουν εκτός εθνικού κορμού» (είναι όλη δική μας). Θεωρείται αδίκημα εθνικής προδοσίας για όσους πολιτικούς ή μη υποκύψουν σε ανθέλληνες, εχθρική ενέργεια κατά του ελληνισμού για όσους αναγνωρίσουν όνομα των Σκοπίων που συμπεριλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία».
    Στόχος η απελευθέρωση και η ενσωμάτωση της «Βόρειας Ηπείρου» στη μητέρα πατρίδα. Εν τω μεταξύ να δοθεί υπηκοότητα σε όλους τους Έλληνες της Β. Ηπείρου.*
    Να πάρουν ελληνική υπηκοότητα οι Ελληνοκύπριοι. Η Κύπρος είναι Ελλάδα.
    Σκοπεύουν να φτιάξουν και κέντρο έρευνας ανθελληνικών δραστηριοτήτων. Και να ενισχύσουν τη φύλαξη των συνόρων με διασπορά ναρκοπεδίων.

Δεν είναι η κρίση υπεύθυνη για την εγκληματικότητα, αλλά οι λαθρομετανάστες:

Είναι αυτοί επίσης υπεύθυνοι για τα λοιμώδη νοσήματα και όχι η διάλυση της δημόσιας υγείας. Και κυρίως αλλοιώνουν την πληθυσμιακή σύνθεση του λαού μας κάτι που θα οδηγήσει στην μελλοντική κατάρρευση του εθνικού κράτους.

Θα απελαθούν και θα χαρακτηρίζεται κακούργημα η παράνομη είσοδος στη χώρα (για το μετανάστη, όχι για τον δουλέμπορο).

Η τιμωρία θα γίνεται μέσα σε ειδικούς χώρους κράτησης στους οποίους θα παράγεται έργο υπέρ του Δημοσίου (στρατόπεδα εργασίας των ΝΑΖΙ).

Δέσμευση περιουσίας σε όποιον μισθώνει σπίτι, ή απασχολεί παράνομους. Εξάρθρωση του παραεμπορίου (όχι του δουλεμπορίου).

Αναδιάρθρωση του σωφρονιστικού συστήματος, αναμόρφωση του αστυνομικού κώδικα και της νομοθεσίας. Δεν περιγράφει τι εννοεί, αλλά και δεν αφήνει περιθώριο ψευδαισθήσεων.

Άλλωστε προεκλογικά στελέχη της Χ.Α. υπόσχονταν ότι οι τραμπούκοι θα καθάριζαν νοσοκομεία και παιδικούς σταθμούς από αλλοεθνείς.

Αγαπητοί φίλοι, επειδή κάποιοι από εσάς ήδη σκέφτεστε ότι η Χ.Α. κυνηγά τους μετανάστες κι αυτό δεν μας αφορά, σας παραθέτω την τελευταία παράγραφο των επίσημων θέσεών  τους: «Ο Έλληνας πολίτης: Πλήρη πολιτικά δικαιώματα ΜΟΝΟΝ στους Έλληνες και τις Ελληνίδες στο γένος και την συνείδηση, οι λοιποί να έχουν μόνον αστικά. Η ιδιοκτησία της γης και των ακινήτων είναι μόνον για όσους έχουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα για όσους έχουν μόνον αστικά η ιδιοκτησία αυτοδίκαια ανήκει στο δημόσιο από το 99ο έτος και μετά.»

Η ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΣΤΟ: «ΕΙΜΑΙ ΧΡΥΣΑΥΓΙΤΗΣ»

Ένα αντιδραστικό έκτρωμα της αστικής ιδεολογίας

Διακηρύττει τον αγώνα ενάντια στο  εθνοκτόνο Μνημόνιο (αν όμως κάποιο άλλο μνημόνιο δεν σκότωνε το έθνος, αλλά το έσωζε;), ενάντια στο αμαρτωλό καθεστώς των κομμάτων του πολιτικού κατεστημένου (να και η κοινωνία χωρίς κόμματα), ενάντια στην πληθυσμιακή αλλοίωση (καθαρή από βρώμικα αίματα που μολύνουν τη φυλή).

Με σύνθημα: Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ και η επεξήγηση για αποφυγή παρεξηγήσεων: ενάντια στον κομμουνισμό-διεθνισμό και στο φιλελευθερισμό-οικουμενισμό. Κράτος θεμελιωμένο στις αέναες αρχές της εθνικιστικής κοσμοθεωρίας, που θρέφει και κατευθύνει την ατομική και συλλογική ζωή, για ένα νέο τύπο ανθρώπου (όχι βέβαια λύνοντας τις ανάγκες αλλά δένοντας το μυαλό τους).  Ο εθνικισμός είναι η μόνη απόλυτη και πραγματική επανάσταση, μιας κι οδηγεί σε γέννηση νέων ηθικών κοινωνικών και ψυχικών αξιών («αίμα–τιμή-χρυσή αυγή», σε μετάφραση του «blut und ehre»).


Στο λαϊκό κράτος την πολιτική εξουσία την έχει ο λαός χωρίς κομματικούς προαγωγούς. Ο λαός είναι μια ποιοτική σύνθεση ανθρώπων με την ίδια βιολογική και πνευματική κληρονομιά (κάτι σαν κλωνοποιημένα)… Οι ελάχιστοι άνθρωποι που έχουν διαρρήξει οριστικά την οργανική σχέση των καταβολών τους με τον Λαό είναι τα μέλη της “πλουτοκρατικής ολιγαρχίας” με τον κοσμοπολιτισμό τους, και τα μέλη των καθοδηγητικών ομάδων της “μπολσεβίκικης κομματο-συνδικαλιστικής ολιγαρχίας” με τον διεθνισμό τους.

«Οι φασίστες κατακρεουργούν ολόκληρη την ιστορία του λαού για να παρουσιαστούν σαν απόγονοι και συνεχιστές του κάθε τι ανώτερου και ηρωικού στο παρελθόν του» (Δημητρώφ)

Μαθήματα πολιτικής επιστήμης: Δημοκρατία σημαίνει κράτος του δήμου (δηλ. του λαού) που αποτελείται από ανθρώπους κοινής καταγωγής (ορισμός του πολίτη στην αρχαία Αθήνα κατά τη γνώμη τους). Το λαϊκό κράτος του εθνικισμού είναι η μόνη άμεση δημοκρατία (αισχρή μεταχείριση και παραποίηση των όρων των αρχαίων ελληνικών πολιτευμάτων). Η Πολιτεία όπου ο λαός είναι η μόνη πραγματικότητα, που δεν χρειάζεται εξουσία, αλλά ηγεσία (;;;). Ο λαός είναι πραγματικός άρχοντας, ηγεμονεύει τον εαυτό του μέσα από τον ηγέτη του.

Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΙΚΗΤΟΣ. Είναι πολύ ασταθής ακριβώς γιατί η λύση που πρεσβεύει, της ανοιχτής τρομοκρατικής δικτατορίας, έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τα συμφέροντα του δοκιμαζόμενου από την κρίση λαού.

Η ιστορική εμπειρία του προηγούμενου αιώνα δίνει τη βάση και τις κατευθύνσεις για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του. Οι αγώνες για την υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων και του λαού είναι η ισχυρή εγγύηση για προοδευτικές λύσεις.

Η ανάπτυξη πλατειών αντιφασιστικών συσπειρώσεων στις γειτονιές και στους χώρους δουλειάς, η συγκρότηση Λαϊκού Δημοκρατικού Μετώπου στη χώρα είναι λύση δοκιμασμένη και ανάγκη επιτακτική. Μέσα από πολύμορφες πρωτοβουλίες που θα συνενώσουν συνδικάτα, άλλους μαζικούς φορείς, επιστημονικές ενώσεις, προσω-πικότητες της επιστήμης και της τέχνης, το συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων στα σώματα ασφαλείας σε μια ισχυρή πανδημοκρατική συσπείρωση υπεράσπισης και διεύρυνσης των δημοκρατικών ελευθεριών του λαού που απειλούνται. Για:

    Απόκρουση της παρακρατικής βίας και τρομοκρατίας,
    Προστασία του δικαιώματος στη διαδήλωση και στην απεργία
    Προστασία της ελεύθερης έκφρασης των απόψεων, ελευθερία της συνδικαλιστικής και πολιτικής δραστηριότητας
    Το δικαίωμα του λαού να αποφασίζει για το μέλλον του χωρίς δεσμεύσεις, υπαγορεύσεις και εκβιασμούς από ξένους παράγοντες. Η υπεράσπιση της πατρίδας και της εθνικής κυριαρχίας είναι υπόθεση του λαού και όχι του σοβινιστικού παρακράτους.
    Διάλυση και αφοπλισμό των φασιστικών οργανώσεων και του παρακράτους.
    Εκκαθάριση της κρατικής μηχανής, του στρατού και της αστυνομίας από τους συνωμότες. Σύνδεση του στρατού με το αντιφασιστικό κίνημα για την προάσπιση της δημοκρατίας και του συντάγματος.

Εκδήλωση 4ης Ιουλίου-Β.Λιόσης (Μέρος Α)


 ΕΚΔΗΛΩΣΗ  - "ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ"

Στις 4 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη εκδήλωση του Συλλόγου μας, με θέμα «Φασισμός και Δημοκρατία την εποχή της κρίσης». . Την εκδήλωση άνοιξαν οι εισηγητές:
  • Λιόσης Βασίλης, συνδικαλιστής στην εκπαίδευση: "Το φασιστικό φαινόμενο στην Ευρώπη του μεσοπολέμου"  
  • Σουάνη Μαρία, εργαζόμενη στη ΔΕΗ: "Το φασιστικό φαινόμενο στη Δ. Ευρώπη και τη σύγχρονη Ελλάδα"
  • Κατρούγκαλος Γιώργος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου: "Η άνοδος του νεοφασισμού ως σύμπτωμα της κρίσης αξιών του πολιτικού συστήματος" 
 Σήμερα δημοσιεύουμε τις εισηγήσεις αυτές -οι οποίες λόγω της μεγάλης τους έκτασης θα δημοσιευτούν τμηματικά- ξεκινώντας με την εισήγηση του πρώτου ομιλητή, Β.Λιόση.



Το φασιστικό-ναζιστικό φαινόμενο στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου

Μέρος Α

Αν θέλουμε να έχουμε μία διαλεκτική και υλιστική προσέγγιση του φασιστικού/ναζιστικού φαινομένου στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου, πρέπει να πάρουμε υπόψη μια πληθώρα παραγόντων οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Διαφορετικά είναι πολύ εύκολο και αρκούντως βολικό να χρησιμοποιήσουμε απλοϊκές ερμηνείες για τη γέννηση του εν λόγω φαινομένου, αποδίδοντας τη δημιουργία του καθώς και τη διεξαγωγή του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, στη σχιζοειδή προσωπικότητα των Μουσολίνι-Χίτλερ. Ως εκ τούτου θα δώσουμε έστω κωδικοποιημένα το ιστορικό πλαίσιο εκείνης της εποχής εκκινώντας από τον Ιούνιο του 1919, δηλαδή την υπογραφή  της συνθήκης των Βερσαλλιών που όριζε τους νικητές και τους ηττημένους του Α΄ παγκόσμιου πολέμου και τους νέους συσχετισμούς στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Σκοπός μας, όμως, είναι να κάνουμε κατανοητό πως ο φασισμός είναι γέννημα της εποχής του ιμπεριαλισμού και ότι αποτελεί ένα τεράστιο πισωγύρισμα για την εργατική τάξη και όλα τα λαϊκά στρώματα.

 Α. Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΒΕΡΣΑΛΛΙΩΝ (ΣτΒ)
 Ο μεγάλος ηττημένος του Α΄ παγκόσμιου πολέμου ήταν δίχως αμφιβολία η Γερμανία. Η Γερμανία με τη ΣτΒ:
Απώλεσε 40.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα (το 13% του εδάφους της), σχεδόν επτά εκατομμύρια κάτοικοι της βρέθηκαν ως μειονότητες στα νεόκοπα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, έχασε σημαντικό μέρος των πλουτοπαραγωγικών πηγών της,ο γερμανικός στρατός περιορίστηκε στους 100.000 άνδρες και το ναυτικό σε 15.000, απαγορεύτηκε η στρατολογία όπως και η απόκτηση αρμάτων μάχης, αεροπορίας, υποβρυχίων και πλοίων χωρητικότητας άνω των 10.000 τόνων,
αναγκάστηκε να αποδεχτεί την αποκλειστική ευθύνη για τον πόλεμο και αναγκάστηκε να καταβάλλει πολεμικές επανορθώσεις[1].

Διαδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στην συνθήκη των Βερσαλλιών στο Βερολίνο

Η ΣτΒ δεν άλλαξε το χαρακτήρα του γερμανικού καπιταλισμού. Η δεινή ήττα που υπέστη δε συνέτισε του Γερμανούς ιμπεριαλιστές, κάτι που άλλωστε θα άλλαζε τη φύση τους. Αντιθέτως, μετά τη λήξη του Α΄ παγκόσμιου πολέμου, ξεκίνησαν να απεργάζονται σχέδια για την αντεπίθεσή τους.


Β. ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΠΙΠΕΔΟ: Η ΜΕΡΙΚΗ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1920


Η άνοδος στα τέλη του 19ου αιώνα και η κρίση του 1900-1903 σηματοδοτούν τον αποφασιστικό ρόλο των μονοπωλίων στην οικονομική και πολιτική ζωή: «τα καρτέλ γίνονται μια από τις βάσεις όλης της οικονομικής ζωής. Ο καπιταλισμός, μετατράπηκε σε ιμπεριαλισμό»[2].

Βρισκόμαστε, λοιπόν, ήδη στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, δηλαδή εκείνη την  περίοδο που η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου έχει φτάσει σε τέτοια επίπεδα που τα μονοπώλια δίνουν τον τόνο της οικονομικής και πολιτικής κίνησης. Πριν της έναρξης της δεκαετίας του 1920 είχαν προηγηθεί τρία, μεγάλης βαρύτητας, ιστορικά γεγονότα: η διεξαγωγή και η λήξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, το ξέσπασμα της πρώτης νικηφόρας σοσιαλιστικής επανάστασης και η δημιουργία του πρώτου εργατικού κράτους στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Συσσίτιο σε πόλη της Γερμανίας μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου

Η χώρα που βγήκε περισσότερο πληγωμένη από κάθε άλλη μετά το πέρας του Α’ παγκόσμιου πολέμου ήταν η Γερμανία. Η οικονομική της ζωή ήταν εντελώς αποδιαρθρωμένη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ισοτιμία μάρκου-δολαρίου δε μεταβαλλόταν πλέον ανά ημέρα, αλλά ανά ώρα. Στα τέλη του 1923 ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε σε δυσθεώρητα ύψη: η αξία του μάρκου έφτασε στο ένα τρισεκατομμυριοστό της προπολεμικής του αξίας. Η αστάθεια του γερμανικού νομίσματος δημιούργησε προβλήματα και σε άλλες χώρες και η μόνη χώρα που έμεινε ανεπηρέαστη ήταν οι ΗΠΑ. Τον Ιανουάριο του 1921 αποφασίστηκε η σταθεροποίηση του μάρκου και ακολούθησε ανάλογη προσπάθεια στην Αγγλία (1925) και στις Γαλλία-Ιταλία (1927). Από το 1924 ως το 1928, είκοσι, περίπου, χώρες επέστρεψαν στον κανόνα του χρυσού, ωστόσο κανένα κράτος δεν κατόρθωσε να αποκαταστήσει τελείως την κυκλοφορία με βάση αυτόν τον κανόνα[3]. Η πολιτική σταθεροποίησης των νομισμάτων οδήγησε στη διακοπή έκδοσης χαρτονομίσματος. Σημαντικότερη πηγή εσόδων έγινε η φορολογική πολιτική που επιβάρυνε τα λαϊκά εισοδήματα αλλά και ο δανεισμός εσωτερικά και εξωτερικά.

Με το ξεπέρασμα των οξύτερων δημοσιονομικών κρίσεων και του νομισματικού χάους, δημιουργήθηκαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την αποκατάσταση των εμπορικών και πιστωτικών σχέσεων ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες. Έτσι, ο καπιταλισμός άρχισε να εισέρχεται σε μια περίοδο μερικής  σταθεροποίησης. Η σωτηρία της Γερμανίας ενδιέφερε άλλωστε την Αγγλία και τις ΗΠΑ που έβλεπαν μακριά: συνέχιση και όξυνση της οικονομικής κρίσης στη Γερμανία δε σήμαινε μόνο αποσταθεροποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας σε όλο τον κόσμο αλλά πιθανώς και άνοδο των επαναστατικών διαθέσεων του γερμανικού λαού.

Στην περίοδο 1925-1929 η παραγωγικότητα στη βιομηχανία του καπιταλιστικού κόσμου ανέβηκε αρκετά, αλλά ανισόμετρα. Η αύξηση της παραγωγικότητας δεν οφειλόταν μόνο στις όποιες τεχνολογικές καινοτομίες, αλλά και στην εισαγωγή νέων μεθόδων στην οργάνωση της παραγωγής[4]. Παράλληλα δυνάμωνε η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.

Οι συσχετισμοί δύναμης ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη τροποποιούνται. Η Γερμανία που δοκιμάστηκε μεταπολεμικά έφτασε πάλι στη δεύτερη θέση της παγκόσμιας κατάταξης στον κόσμο, σε ότι αφορούσε σπουδαίους κλάδους της παραγωγής. Ο συσχετισμός ανάμεσα στην Αγγλία και στις ΗΠΑ άλλαξε. Το 1925 η βιομηχανία των ΗΠΑ παρήγαγε τόσα προϊόντα όσα η Αγγλία, η Γαλλία και η Γερμανία μαζί. Η άνοδος των ΗΠΑ και η ανάδειξή τους σε ισχυρότερη ιμπεριαλιστική δύναμη ήταν πλέον γεγονός. Το 1930 οι επενδύσεις των αμερικανικών κεφαλαίων στο εξωτερικό πενταπλασιάστηκαν σε σύγκριση με την προπολεμική περίοδο. Οι ΗΠΑ πήραν πλέον σταθερά τη θέση του κυριότερου διεθνούς πιστωτή, θέση που μέχρι τότε ανήκε στην Αγγλία και έγιναν το χρηματιστικό κέντρο του καπιταλιστικού τμήματος του κόσμου.

Η μεταπολεμική πραγματικότητα άρχισε ένα νέο κύκλο όξυνσης των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Η οικονομική ενδυνάμωση των ΗΠΑ και Ιαπωνίας, η απώλεια της πρωτιάς της Αγγλίας σε μια σειρά οικονομικών δεικτών, η ταχεία οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας ήταν οι παράγοντες που δημιουργούσαν νέες τριβές μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Επιπλέον, η μερική καπιταλιστική σταθεροποίηση απειλούνταν από την ανεπαρκή απορροφητικότητα των αμερικανικών αγορών που προήλθε από την αύξηση της έντασης εκμετάλλευσης του αμερικανικού προλεταριάτου και από την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Όλοι αυτοί οι παράγοντες προκαλούσαν οξύτατους εμπορικούς πολέμους, την εφαρμογή ντάμπινγκ (πώληση των προϊόντων σε άλλη χώρα με τιμή κάτω από το κόστος παραγωγής) κ.λπ. Οπωσδήποτε δεν πρέπει να λησμονούμε πως ο αγώνας για τον έλεγχο των πηγών πρώτων υλών συνέχιζε αμείωτος.

Νομοτελειακά οι συγκρούσεις και ο διαγκωνισμός για την επικράτηση εκείνης ή της άλλης ιμπεριαλιστικής δύναμης θα οδηγούσαν σε μια νέα παγκόσμια σύρραξη και σε μια μεγάλη καπιταλιστική κρίση, όπως κι έγινε[5].


Γ.  Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Είναι γνωστό ότι στον κύκλο της κρίσης, η άνοδος προηγείται της κρίσης. Τα χρόνια της μερικής σταθεροποίησης του καπιταλισμού που περιγράψαμε λίγο παραπάνω, ήταν ο προάγγελος της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης που γνώρισε ο καπιταλισμός. Τα πρώτα συμπτώματα της κρίσης του 1929-1933 φάνηκαν στις ΗΠΑ και στις υπόλοιπες ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες, όταν άρχισαν να συσσωρεύονται απούλητα εμπορεύματα στις αποθήκες. Τον Οκτώβριο του 1929 σημειώθηκε στις ΗΠΑ ένα χρηματιστηριακό κραχ, μετά το οποίο ενέσκηψε η κρίση με όλα της τα συνήθη γνωρίσματα.

Ανεργοι αναζητούν εργασία κατά την διάρκεια της μεγάλης κρίσης. Λος Άντζελες 1930

Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης ήταν:
Η κρίση του 1929-1933, ήταν κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης. Η βιομηχανική παραγωγή περιορίστηκε στο ένα τρίτο και περισσότερο σε σχέση με την προ κρίσης παραγωγή. Οι προηγούμενες κρίσεις θεωρούνταν σοβαρές αν η μείωση της παραγωγής ήταν στο 10 με 15%.
Σε διάρκεια η κρίση του ’29 υπερέβη κάθε προηγούμενη, αφού οι προηγούμενες κρίσεις κρατούσαν κατά κανόνα μερικούς μήνες.
Η κρίση χτύπησε με τον πιο έντονο τρόπο τις ΗΠΑ και τη Γερμανία.
Η αγροτική οικονομία βλήθηκε και αυτή με ιδιαίτερη σφοδρότητα, όπως επίσης και οι υποανάπτυκτες βιομηχανικά χώρες.
Η τιμή των προϊόντων μειώθηκε σε πρωτόγνωρα επίπεδα.
Οι παγκόσμιες οικονομικές σχέσεις διαταράχθηκαν, αφού το παγκόσμιο εμπόριο έπεσε περίπου στο ένα τρίτο του προηγούμενου όγκου συναλλαγών.
Η αξία του νομίσματος έπεσε σε 56 κράτη.
Σημειώθηκε τεράστια καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων. Σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες δημιουργήθηκαν απέραντα νεκροταφεία μηχανών, ζώνες νεκρών εργοστασίων, τα χωράφια ξεχερσώνονταν, ενώ δημιουργήθηκαν τεράστιες στρατιές ανέργων. Στις αρχές του 1932 υπήρχαν στις καπιταλιστικές χώρες 26 εκατομμύρια άνεργοι, χωρίς να υπολογίζονται όσοι εργαζόμενοι απασχολούνταν μια-δυο ημέρες την εβδομάδα[6].

Η περίοδος αυτής της οξείας καπιταλιστικής κρίσης έφερνε στο προσκήνιο νέες δυνατότητες και δυσκολίες. Δεν επρόκειτο για μια συνηθισμένη καπιταλιστική κρίση και για αυτό το λόγο οι επιπτώσεις της στη σκέψη του εργατικού κινήματος αλλά και του αστικού στρατοπέδου θα ήταν σοβαρές.



Δ. Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Μέσα στο νέο κυκεώνα των εξελίξεων του 20ου αιώνα, οι πιο οξυδερκείς αστοί αντιλαμβάνονται πως το Laissez-Faire «πνέει τα λοίσθια». Ο καπιταλισμός έχει ανάγκη από ένα νέο τρόπο διαχείρισης και αυτό τον τρόπο τον διατυπώνει με εύστοχο τρόπο ο Κέυνς.

Ο Κέυνς σε μια διάλεξή του με τίτλο Το τέλος του Laissez-Faire[7] είχε πει χαρακτηριστικά: «Έχει ενδιαφέρον […] η τάση των μετοχικών εταιρειών, όταν φτάνουν σε ένα συγκεκριμένο μέγεθος και μια συγκεκριμένη ηλικία, να αποκτούν το καθεστώς των δημόσιων εταιρειών μάλλον παρά των ατομικιστικών επιχειρήσεων […] Είναι η τάση των μεγάλων επιχειρήσεων να αυτοκοινωνικοποιούνται […] »[8].

O Τζόν Κέυνς

Επίσης σε ένα από τα γνωστά του έργα με τον τίτλο Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης, γράφει: «Λέγεται ότι ο Λένιν είχε πει πως ο καλύτερος τρόπος για να καταστραφεί το καπιταλιστικό σύστημα  είναι να καταστραφεί το νόμισμα […] Ο Λένιν είχε δίκιο. Δεν υπάρχει πιο ύπουλος και σίγουρος τρόπος για να σειστούν τα θεμέλια της υπάρχουσας κοινωνίας […] Κι αν προσθέσουμε στο μίσος που τρέφει ο λαός για τη διευθύνουσα τάξη, το δυνατό χτύπημα που κατάφερε  ενάντια στην ασφάλεια η βίαιη κι αυθαίρετη  αναταραχή που προκάλεσαν  οι συνθήκες και την υπάρχουσα ισορροπία του πλούτου που θα προκύψει αναπόφευκτα από τον πληθωρισμό, οι κυβερνήσεις καθιστούν πρακτικά αδύνατη τη συνέχιση της κοινωνικής και οικονομικής τάξης του 19ου αιώνα»[9].

Τι το νέο φέρνει, λοιπόν, ο Κέυνς που μετά τη λήξη του Β΄ παγκόσμιου πολέμου θα επικρατήσει ολοκληρωτικά στην αστική σκέψη μέχρι περίπου και τα τέλη της δεκαετίας του 1970;

Ο Κέυνς αντιλαμβάνεται ότι ο νόμος του Say που υποστήριζε ότι «χάρη στον αυτοματισμό της αγοράς, η προσφορά εμπορευμάτων δημιουργεί από μόνη της την ανάλογη ζήτηση», δεν ισχύει. Η ζήτηση δημιουργείται εκ των άνω. Ποιος, όμως, θα δημιουργήσει εκ των άνω αυτή τη ζήτηση; Μα το καπιταλιστικό κράτος με παρεμβάσεις.

Σπέρματα της λογικής του Κέυνς συναντάμε στον αυτοκινητοβιομήχανο Φορντ, όταν το 1914 κι ενώ τα ημερομίσθια κυμαίνονταν από 2 ως 3 δολάρια, αποφάσισε την αύξησή τους σε 5 δολάρια με ταυτόχρονη μείωση της εργάσιμης ημέρας από 9 σε 8 ώρες. Ο Φορντ πέτυχε έτσι, δυο στόχους. Η υλοποίηση του πρώτου, βρίσκεται στην απάντησή του όταν του τέθηκε το ερώτημα γιατί προέβη σε μια τέτοια «φιλεργατική» πολιτική: «ποιος θα αγοράζει τα αυτοκίνητά μου;», απάντησε, ρωτώντας, με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Η υλοποίηση του δεύτερου εντοπίζεται μέσα στα ίδια του τα εργοστάσια. Μετά την αύξηση του ημερομισθίου, περιορίστηκαν οι αδικαιολόγητες απουσίες των εργατών, ενώ η παραγωγή αυτοκινήτων σημείωσε αλματώδη αύξηση: 200.000 αυτοκίνητα το 1913, ενώ η παραγωγή υπερέβη τα 5.000.000 το 1929![10]

Ο Κέυνς δεν προτείνει μόνο ένα νέο τρόπο διαχείρισης-διάσωσης του καπιταλισμού μα και ένα σχέδιο ταξικής ειρήνης που ως ένα βαθμό θα πετύχει. Αντιλαμβάνεται πως η κοινωνικοποίηση της παραγωγής αποτελεί την υλική προετοιμασία για το σοσιαλισμό κι έτσι η αύξηση των μισθών και η κάθε είδους κοινωνική παροχή μπορεί να ανασχέσει την πορεία υπέρβασης του καπιταλισμού.

Απότοκο της κεϋνσιανής σκέψης αποτέλεσε και η πολιτική του New Deal που εφαρμόσθηκε το 1933 στις ΗΠΑ από το Ρούσβελτ. Η πολιτική αυτή ήταν μια προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης αλλά και επιβολής «κοινωνικής ειρήνης», μπροστά στους κραδασμούς που γέννησε η κρίση. Κεντρική θέση στην πολιτική του New Deal κατείχε η κρατική ρύθμιση της βιομηχανίας. Η βιομηχανία διαιρέθηκε σε 17 ομάδες, κάθε μια από τις οποίες όφειλε να καταρτίσει ένα «κώδικα εντίμου ανταγωνισμού» που θα καθόριζε τον όγκο της παραγωγής, το επίπεδο του μισθού εργασίας, τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας και την κατανομή των αγορών ανάμεσα στις φίρμες. Αναγνωρίστηκε το δικαίωμα των εργατών να συνδικαλίζονται και να υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις[11].



[1] . Σφήκας Θανάσης, Η συνθήκη των Βερσαλλιών, στο: Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, Οι αιτίες, Η φρίκη, Ο μεσοπόλεμος, Ε Ιστορικά, σελ. 107-108, χ.χ.

[2]. Λένιν, Άπαντα, Ο ιμπεριαλισμός…, τ. 27, σελ. 323,εκδ. Σύγχρονη Εποχή

[3]. Ο κανόνας του χρυσού λειτουργούσε ως εξής: κάθε εθνικό νόμισμα ήταν ανταλλάξιμο με μια ορισμένη ποσότητα χρυσού, σε σταθερή τιμή. Το σύστημα αυτό έπαψε να ισχύει ουσιαστικά μετά το τέλος του Α΄ παγκόσμιου πολέμου και το 1944 αντικαθίσταται από τη συμφωνία Bretton -Woods που επέβαλλε τη σύνδεση του όποιου εθνικού νομίσματος με το δολάριο, με το δολάριο να έχει σταθερή ισοτιμία 35 δολάρια προς μια ουγκιά χρυσού. Είναι προφανές πως το νέο σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν εξέφραζε τίποτα άλλο παρά την κυριαρχία των ΗΠΑ στον καπιταλιστικό κόσμο.

[4]. Τα νέα στοιχεία στην καπιταλιστική παραγωγή κωδικοποιήθηκαν με τις ονομασίες του τεϋλορισμού και του φορντισμού. Ο τεϋλορισμός συνίστατο στο θρυμματισμό της εργατικής γνώσης σε στοιχειώδεις κινήσεις, επιτυγχάνοντας με αυτό τον τρόπο την ανεξαρτητοποίηση του κεφαλαιοκράτη από τις τεχνικές γνώσεις του εργάτη κι έτσι την εισαγωγή της ανειδίκευτης εργασία στην παραγωγή. Ο Τέυλορ είχε συνειδητοποιήσει θαυμάσια πως η πηγή του πλούτου δε βρίσκεται στο χρήμα αλλά στην εργασία κι έτσι δεν ήταν απλώς μια ιδιότυπη μορφή κυριαρχίας πάνω στη μισθωτή εργασία, αλλά μια συνολική οικονομική στρατηγική ντου καπιταλισμού. Ο Φορντισμός από την άλλη εισήγαγε την «αλυσίδα» στην παραγωγή. Η γραμμή συναρμολόγησης με την εισαγωγή του μεταφορέα που μετακινεί τα όργανα από μια θέση σε μια άλλη, αποτελεί πλέον μια επαναστατική καινοτομία στην παραγωγή. Έτσι ο τεϋλορισμός θέτει κανόνες εργασίας, ενώ ο Φορντισμός κανόνες παραγωγικότητας. Μαζί αποτελούν την καθιέρωση ενός νέου τρόπου παραγωγικής κατανάλωσης της εργατικής δύναμης (Δες αναλυτικά Κοριά Μπενζαμέν, Ο εργάτης και το χρονόμετρο, Τεϋλορισμός-Φορντισμός και μαζική παραγωγή, εκδ. Κομμούνα, 1985).

[5] . Πηγή: Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Θ1-Θ2, σελ. 29-38, εκδ. Μέλισσα, 1963

[6] . Πηγή: Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Θ1-Θ2, σελ. 245-249, εκδ. Μέλισσα, 1963

[7]. Με τον όρο Laissez-Faire σηματοδοτείται ένας συγκεκριμένος τρόπος διαχείρισης του καπιταλισμού που αντίθετα από τον προστατευτισμό της πρώτης περιόδου του καπιταλισμού, επαγγέλλεται την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων. Η ιδέα αυτή εμφανίζεται στα μέσα του 18ου αιώνα εν μέσω της δημιουργίας του εργοστασίου και των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων.

[8] . Αναφέρεται στο Κεϋνσιανισμός, κεφάλαιο, κράτος και ταξικός ανταγωνισμός: από την Οκτωβριανή Επανάσταση στο Δ.Ν.Τ., σελ. 11, εκδ. Σπάταλοι, 2005

[9] . Ο.π., σελ. 10

[10] . Μπο Μισέλ, Η ιστορία του καπιταλισμού, Από το 1500 ως σήμερα, σελ. 261, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, 1987

[11] . Πηγή: Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Θ1-Θ2, σελ. 559-561, εκδ. Μέλισσα, 1963

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Εκδήλωση 4ης Ιουλίου-Β.Λιόσης (Μέρος Β)


ΕΚΔΗΛΩΣΗ  - "ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ"

Στις 4 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη εκδήλωση του Συλλόγου μας, με θέμα «Φασισμός και Δημοκρατία την εποχή της κρίσης». . Την εκδήλωση άνοιξαν οι εισηγητές:
  • Λιόσης Βασίλης, συνδικαλιστής στην εκπαίδευση: "Το φασιστικό φαινόμενο στην Ευρώπη του μεσοπολέμου"  
  • Σουάνη Μαρία, εργαζόμενη στη ΔΕΗ: "Το φασιστικό φαινόμενο στη Δ. Ευρώπη και τη σύγχρονη Ελλάδα"
  • Κατρούγκαλος Γιώργος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου: "Η άνοδος του νεοφασισμού ως σύμπτωμα της κρίσης αξιών του πολιτικού συστήματος" 
 Σήμερα δημοσιεύουμε τις εισηγήσεις αυτές, συνεχίζοντας με το δεύτερο κομμάτι απο την εισήγηση του πρώτου ομιλητή, Β.Λιόση.



Μέρος Β

Ε. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ



Το 1916 αρχίζει να εμφανίζεται στο εσωτερικό του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ένα ρεύμα αμφισβήτησης της φιλοπόλεμης ηγεσίας. Αυτό το ρεύμα χωριζόταν σε τρία παρακλάδια. Το πρώτο ρεύμα αποτέλεσε το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (USPD) κατόπιν της διαγραφής των διαφωνούντων στο εσωτερικό του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Σε αυτό το ρεύμα που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επαναστατικό, εντάχθηκαν οι δυο θεωρητικοί της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας Καρλ Κάουτσκυ και Έντουαρντ Μπερνστάιν. Στις γραμμές αυτού του κόμματος συμμετείχαν και οι Σπαρτακιστές που είχαν δημιουργηθεί το 1916 με ηγετικά μέλη τους Λήμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ. Το δεύτερο παρακλάδι ήταν οι «αριστεροί ριζοσπάστες» που αργότερα ονομάστηκαν «Διεθνιστές Σοσιαλιστές» που ασκούσαν κριτική στους Σπαρτακιστές για τη συμμετοχή τους στο USPD, αφού κατά τη γνώμη τους αυτό δυσκόλευε τους εργάτες να διακρίνουν τους επαναστάτες από τους πασιφιστές. Το τρίτο παρακλάδι αποτελούνταν από εργάτες αγωνιστές στο Συνδικάτο Μεταλλεργατών του Βερολίνου, γνωστοί με την επωνυμία «επαναστάτες συνδικαλιστές της βάσης»[1].

Η μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία επηρέασε τα ανά την Ευρώπη εργατικά κινήματα. Η Γερμανία ήταν από εκείνες τις χώρες που επηρεάστηκε με τον πιο έντονο τρόπο, δεδομένων και των αντικειμενικών συνθηκών που υπήρχαν σε αυτήν. Η Γερμανία εκείνης της εποχής ήταν ένα ιμπεριαλιστικό κράτος με συγκεντροποιημένη βιομηχανία και πολυάριθμη εργατική τάξη. Μετά τη λήξη του Α΄ παγκόσμιου πολέμου η Γερμανία παρουσίαζε εικόνα κατεστραμμένης χώρας. Ο απολογισμός του πολέμου ήταν δραματικός: 2.000.000 εκατομμύρια νεκροί που μαζί με τους τραυματίες και τους αιχμαλώτους οι απώλειες ανέρχονταν στα 7.500.000. Η βιομηχανία καταστράφηκε και η γεωργική παραγωγή σχεδόν αφανίστηκε. Αυτά σε συνδυασμό με την έλλειψη εισαγωγής τροφίμων και λιπασμάτων εξαιτίας του αποκλεισμού της, δημιούργησαν φαινόμενα υποσιτισμού και επιδημιών. Συγχρόνως τα πραγματικά μεροκάματα είχαν πέσει και όλη αυτή η κατάσταση δυνάμωνε τη λαϊκή δυσαρέσκεια και την εκδήλωση λαϊκών διαμαρτυριών. Τον Ιανουάριο του 1918 πραγματοποιείται γενική πολιτική απεργία, ενώ το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς προκύπτει ένα κύμα απεργιών με βασικά αιτήματα: ειρήνη, δημοκρατία και καλυτέρευση των  βιοτικών συνθηκών. Συνολικά στις απεργίες του 1918 έλαβαν μέρος 2,5 εκατομμύρια εργάτες, νούμερο πρωτόγνωρο για τη Γερμανία.

Το φθινόπωρο του 1918 σχηματίζεται κυβέρνηση με τη συμμετοχή των σοσιαλδημοκρατών που δικαιολογήθηκαν υπό το ιδεολογικό σχήμα της εθνικής ενότητας. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Νόσκε ηγετικό στέλεχος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος: «Το παλαιό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν ήθελε την επανάσταση. όταν η στρατιωτική συντριβή έγινε αναπόφευκτη, το κόμμα αυτό έστειλε τους ηγέτες του στην κυβέρνηση του πρίγκιπα Μαξ του Μπάντεν για να προσπαθήσουν να σώσουν την κατάσταση»[2]. Η κυβέρνηση παρά τα κάποια μέτρα αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα που λαμβάνει για να κατευνάσει τις λαϊκές αντιδράσεις δεν κατορθώνει να ανακόψει το ογκούμενο επαναστατικό ρεύμα μέσα στο γερμανικό λαό με κύριο αίτημα το γκρέμισμα της μοναρχίας. Όμως στη Γερμανία εκείνης της εποχής υπήρχε μία αντίφαση. Από τη μια ενώ είχε διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση, από την άλλη δεν υπήρχε επαναστατικό προλεταριακό κόμμα: α) Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έμπλεο οπορτουνισμού υποστήριζε το γερμανικό ιμπεριαλισμό, β) το ανεξάρτητο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα  αποτελούνταν από πρωτοπόρους εργάτες αλλά η ηγεσία του ήταν κεντριστική, γ) η ομάδα Σπάρτακος έθετε σωστά τα καθήκοντα του προλεταριάτου αλλά δεν είχε ακόμη την οργανωτική δύναμη και την επιρροή ώστε να κατευθύνει τα πράγματα προς την επαναστατική τους πορεία και οι βασικοί του ηγέτες βρίσκονταν στη φυλακή. Παρόλα αυτά στη συνδιάσκεψη των Σπαρτακιστών και των αριστερών ριζοσπαστών της Βρέμης που συνήλθε στις 7 Οκτωβρίου του 1918 λήφθηκε μια απόφαση της οποίας οι κεντρικοί άξονες ήταν: α) η απελευθέρωση των πολιτικών κρατούμενων, β) τη ακύρωση των πολεμικών δανείων, γ) την εθνικοποίηση των τραπεζών, των ορυχείων, των υψικαμίνων και της μεγάλης αγροτικής ιδιοκτησίας, δ) τη μείωση της εργάσιμης ημέρας, ε) την κατάργηση των ξεχωριστών γερμανικών κρατών και δυναστειών κ.λπ. Η έκκληση προς τους εργάτες τελείωνε με τα συνθήματα: «Ζήτω η κοινωνική επανάσταση! Ζήτω η ειρήνη! Κάτω η κυβέρνηση! Θάνατος στον καπιταλισμό!»[3].

Τον Οκτώβριο του 1918 κι ενώ ο πόλεμος είναι χαμένος για τη Γερμανία στέλνεται διαταγή στο γερμανικό στόλο να συγκρουστεί με τους Άγγλους. Οι ναύτες αντιδρούν και αρνούνται να συμμετάσχουν στη βέβαιη ήττα τους. Η διαταγή ανακαλείται και η ναυτική δύναμη επιστρέφει στο Κίελο, όπου, οι ναύτες διαδηλώνουν. Η διαδήλωση αντιμετωπίζεται με βία και οκτώ ναύτες δολοφονούνται. Έτσι ξεσπάει εξέγερση ναυτών, στρατιωτών και εργατών. Οι μονάδες πεζικού που στέλνονται για να καταστείλουν τους εξεγερμένους ενώνονται με αυτούς. Η κυβέρνηση στέλνει στο Κίελο ανάμεσα σε άλλους και το Νόσκε που οι ευκολόπιστοι και πολιτικά άπειροι ναύτες τον εκλέγουν πρόεδρο των Σοβιέτ Κιέλου. Ωστόσο παντού σχηματίζονταν Σοβιέτ εργατών και στρατιωτών, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις τα οργάνωναν οι Σπαρτακιστές, αλλά τις περισσότερες φορές προέκυπταν αυθόρμητα.

Σπαρτακιστές μάχονται σε οδομαχίες

Η επαναστατική εξέγερση στις 9 Νοεμβρίου του 1918 γκρεμίζει τη μοναρχία και την καϊζερική κυβέρνηση. Οι Σπαρτακιστές πίστευαν πως η επανάσταση είχε κάνει το πρώτο της βήμα και πως είναι ανάγκη να την προχωρήσουν μέχρι την τελική νίκη. Έτσι, στις 9 Νοεμβρίου από το μπαλκόνι των αυτοκρατορικών ανακτόρων ανακηρύσσει τη Γερμανία «ελεύθερη σοσιαλιστική δημοκρατία». Αντιθέτως, οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες θεωρούν ότι το πρώτο βήμα (γκρέμισμα της μοναρχίας) ήταν και το τελευταίο για την επανάσταση. Στις 10 Νοεμβρίου γίνεται μια λαϊκή συνέλευση που εγκρίνει τη νέα κυβέρνηση της Γερμανίας στην οποία παίρνουν μέρος οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες και κάποιοι ανεξάρτητοι. Η κυβέρνηση αυτή λαμβάνει κάποια μέτρα αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα (π.χ, καθολικό εκλογικό δικαίωμα) και κατορθώνει να ξεγελάσει τις μάζες. Οι άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες θορυβημένες από την εξέγερση απειλούν με στρατιωτική και κατάληψη της Γερμανίας και επιβολή μέτρων που θα προκαλούσαν μαζική πείνα στο γερμανικό λαό, ενώ ενθαρρύνουν την αντεπανάσταση.

Τα αστικά κόμματα στην προσπάθειά τους να μην αφήνουν τα πράγματα να έχουν για αυτούς αρνητική εξέλιξη ξεκινούν την αναδιοργάνωσή τους. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1918, το αντεπαναστατικό μπλοκ των αστικών δυνάμεων μαζί με αντιδραστικούς αξιωματικούς πυροβολούν εναντίον διαδηλωτών στο Βερολίνο σκοτώνοντας 16 από αυτούς, ενώ συγχρόνως εισορμούν στα γραφεία της Ρότε Φάνε, εφημερίδας των Σπαρτακιστών. Οι εργάτες κατόπιν της πρόσκλησης των Σπαρτακιστών οργανώνουν μαζικές διαδηλώσεις με τα συνθήματα «Κάτω η κυβέρνηση Έμπερτ-Σάιντεμαν, των ενόχων της αιματοχυσίας!», «Να αφοπλιστούν αμέσως οι αξιωματικοί!», «Ζήτω η Διεθνής!» κ.ά.

Από τις 16 ως τις 21 Δεκεμβρίου διοργανώθηκε το παγγερμανικό συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών στο οποίο η ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος με την εμπειρία και την επιρροή που διαθέτει στην εργατική τάξη καταφέρνει να την ξεγελάσει μέσα από αόριστες εξαγγελίες. Το συνέδριο τελικά λύνει το ζήτημα της εξουσίας σε όφελος της αστικής τάξης. Η κυβέρνηση περνά ανοικτά σε αντεπαναστατική δράση.

Τα όσα συνέβαιναν έθεταν επί τάπητος το ζήτημα της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου προλεταριακού κόμματος. Στις 29 Δεκεμβρίου η παγγερμανική συνδιάσκεψη της «Ένωσης Σπάρτακου», αποφασίζει να ξεκόψει από το ανεξάρτητο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και στις 30 Δεκεμβρίου ξεκινά το ιδρυτικό συνέδριο του ΚΚΓ. Το μεν ελπιδοφόρο γεγονός της δημιουργίας ανεξάρτητου εργατικού επαναστατικού κόμματος συνοδεύτηκε από ορισμένα σοβαρά λάθη: α) υποτιμήθηκε ο ρόλος της αγροτιάς με συνέπεια τη μη κατάρτιση αγροτικού προγράμματος, β) απαγορεύτηκε στα μέλη του κόμματος να δουλεύουν στις εργατικές ρεφορμιστικές οργανώσεις, γ) αποφασίστηκε το κόμμα να μποϋκοτάρει τις εκλογές για εθνοσυνέλευση.

Τον Ιανουάριο του 1919 σημειώνεται ένα μπαράζ απεργιακών κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων και στις 11 Ιανουαρίου καταστέλλονται άγρια εργάτες και στρατιώτες, ενώ το ΚΚΓ κηρύσσεται εκτός νόμου. Στις 15 Ιανουαρίου οι Λήμπκνεχτ και Λόύξεμπουργκ δολοφονούνται. Οι εκλογές που γίνονται για την εθνοσυνέλευση στις 19 Ιανουαρίου γίνονται μέσα σε κλίμα άγριας τρομοκρατίας. Η επανάσταση του Νοεμβρίου του 1918 είχε ηττηθεί.

Στις 19 Ιανουαρίου του 1919 πραγματοποιούνται εκλογές για εθνοσυνέλευση σε κλίμα άγριας τρομοκρατίας. Το κομμουνιστικό κόμμα δε λαμβάνει μέρος σε αυτές τις εκλογές. Το Κεντρικό Συμβούλιο των Σοβιέτ αποφασίζει να παραδώσει την εξουσία στην Εθνοσυνέλευση κάτι που καθορίζει και την αυτοδιάλυση των Σοβιέτ. Μερικά συμπεράσματα για τη γερμανική επανάσταση:
Συσσωρεύτηκε πολύτιμη εμπειρία για το παγκόσμιο προλεταριάτο με τη δημιουργία των Σοβιέτ που προστέθηκε στη ήδη υπάρχουσα από τη ρώσικη επανάσταση.
Η επανάσταση έμεινε στα μισά του δρόμου, αφού ενώ γκρέμισε τη μοναρχία, στη συνέχεια δεν ολοκληρώθηκε με την προλεταριακή επανάσταση. Βασικά αίτια αποτέλεσαν η προδοτική στάση της σοσιαλδημοκρατίας, η απειρία της εργατικής τάξης και του νεαρού κομμουνιστικού κόμματος και η υποτίμηση της συμμαχίας με την αγροτιά, η σκληρή απάντηση της αστικής τάξης.
Παρά την ήττα της επανάστασης ο αγώνας δεν πήγε εντελώς χαμένος αφού κατοχυρώθηκε με νόμο η 8ωρη εργασία, το καθολικό δικαίωμα, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, η ελευθερία του λόγου και του συνέρχεσθαι κ.ά.

Μετά την ήττα της επανάστασης ακολούθησε η περίοδος που είναι γνωστή ως Δημοκρατία της Βαϊμάρης (ΔτΒ). Η περίοδος αυτή ξεκινά από το 1919 και τερματίζει το 1933. Ονομάστηκε έτσι γιατί η εθνοσυνέλευση ολοκλήρωσε την επεξεργασία ενός συντάγματος το οποίο και κυρώθηκε στις 31 Ιουλίου του 1919. Η συνεδρίαση της εθνοσυνέλευσης γινόταν στη Βαϊμάρη εξ’ ου και ο σχετικός χαρακτηρισμός. Σε σχέση με τους θεσμούς που ίσχυαν επί Κάιζερ το Σύνταγμα ήταν ένα βήμα μπροστά όσον αφορά στους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς: τώρα πλέον θεσπίζονταν η καθολική και μυστική ψηφοφορία, η ελευθερία του λόγου, του συνέρχεσθαι και του συνετερίζεσθαι, η ισότητα όλων ενώπιον του νόμου, η ευθύνη της κυβέρνησης μπροστά στο κοινοβούλιο κ.ά. Ταυτόχρονα ο πρόεδρος της δημοκρατίας εκλεγόταν ανά επτά χρόνια και είχε το δικαίωμα να διορίζει τον πρωθυπουργό (αρχικαγκελάριο) και τους υπουργούς. Ήταν ο ανώτατος διοικητής όλων των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, είχε το διακριτικό δικαίωμα να διαλύει το ράιχσταγ, να προκηρύσσει νέες εκλογές, να κηρύσσει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, να χρησιμοποιεί τις ένοπλες δυνάμεις και να αναστέλλει την ισχύ των δημοκρατικών ελευθεριών και των συνταγματικών δικαιωμάτων. Το σύνταγμα εγγυόταν το απαραβίαστο της ατομικής ιδιοκτησίας. Γενικά το ΣτΒ στερέωσε την κυριαρχία της αστικής τάξης και των τσιφλικάδων.

Βερολίνο, Μάρτιος 1920

Επομένως το Σύνταγμα της Βαϊμάρης μπορεί να εισήγαγε αστικοδημοκρατικές ελευθερίες, άγνωστες μέχρι τότε για το γερμανικό λαό, από την άλλη όμως είχε σχηματίσει ένα συγκεντρωτικό σύστημα διακυβέρνησης μέσα από τις υπερεξουσίες του αρχικαγκελάριου. Ταυτόχρονα η αστική τάξη αναδιοργανωνόταν προκειμένου να εμποδίσει την εκδήλωση μιας επαναστατικής κατάστασης πάλι. Έτσι, οι διάφορες οργανώσεις των βιομηχάνων συνενώθηκαν σχηματίζοντας ένα ενιαίο κέντρο, ενώ στις αρχές του 1920 εκδόθηκε νόμος που στην ουσία απαγόρευε τις απεργίες. Συγχρόνως οι αντεπαναστατικές οργανώσεις στρατολογούσαν αξιωματικούς, κουλάκους, αντιδραστικούς φοιτητές και κάθε είδους στοιχείο που είχε απολέσει ή δεν είχε ταξική συνείδηση, και επιδίδονταν σε μια αχαλίνωτη σοβινιστική και αντιδραστική προπαγάνδα. Το Νοέμβριο είχε ήδη ιδρυθεί η εθνικιστική στρατιωτική οργάνωση «Χαλύβδινη κράνος» και η δράση της το 1920 είχε ενταθεί. Στις 13 Μαρτίου εκδηλώνεται πραξικόπημα που εκφράζει τα συμφέροντα των γιούνκερς και των στρατιωτικών. Η κυβέρνηση αδρανεί και το πραξικόπημα καταρρέει από την παγγερμανική απεργία και τον εξοπλισμό των εργατών. Μέσα από ένοπλες συγκρούσεις και σκληρές οδομαχίες η δικτατορία του Καπ γκρεμίζεται.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το κομμουνιστικό κόμμα προσπαθεί να αναπτυχθεί. Βρισκόμενο εκτός νόμου και με πολλές χιλιάδες θύματα, συνεχίζει να αυξάνει τα μέλη του, να δυναμώνει ιδεολογικά και να αποκαλύπτει τον προδοτικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας. Τον Οκτώβριο του 1919 πραγματοποιείται το συνέδριο του κόμματος στο οποίο παίρνουν μέρος 46 σύνεδροι που αντιπροσώπευαν 106.000 μέλη. Το συνέδριο αποφαίνεται πως ήταν λάθος η προηγούμενη απόφαση για αποχή από τις εκλογές για εθνοσυνέλευση και παίρνει απόφαση για συμμετοχή στις επόμενες εκλογές. Το δογματικό τμήμα των αντιπροσώπων διαφωνεί με αυτό το σκεπτικό και προβάλλει την άποψη πως οι κομμουνιστές δεν πρέπει να δουλεύουν μέσα στα ρεφορμιστικά συνδικάτα. Λίγο αργότερα οι εκπρόσωποι αυτής της σεχταριστικής τάσης φεύγουν από το κόμμα και σχηματίζουν το κομμουνιστικό εργατικό κόμμα που πολέμησε το κομμουνιστικό κόμμα Γερμανίας και την Κομμουνιστική Διεθνή (ΚΔ), ενώ στη συνέχεια εκφυλίστηκε σε μια μικρή περιθωριοποιημένη σέχτα. Το Δεκέμβριο του 1920 πραγματοποιείται το ενωτικό συνέδριο του ΚΚΓ με την επαναστατική πτέρυγα των Ανεξάρτητων Σοσιαλδημοκρατών (το αριστερό τμήμα των σοσιαλδημοκρατών που είχε αποκοπεί από αυτούς) και το ΚΚΓ γίνεται μια μαζική οργάνωση με πάνω από 300.000 μέλη. Το 1921 ξεδιπλώνεται εργατική απεργία σε όλη τη γερμανική επικράτεια και ακολουθούν ένοπλες συγκρούσεις εργατών με την αστυνομία. Σε αυτές τις συγκρούσεις τα μέλη του ΚΚΓ βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή κερδίζοντας έτσι την εκτίμηση πλατιών τμημάτων της εργατικής τάξης. Ωστόσο, το κόμμα παρά την ηρωική του στάση διέπραξε άλλο ένα λάθος αριστερού χαρακτήρα μετά από την απόφαση για αποχή από τις εκλογές για εθνοσυνέλευση. Υιοθέτησε τη θεωρία της επίθεσης, αδυνατώντας να δει πως στην παρούσα φάση οι συγκρούσεις είχαν βασικά αμυντικό χαρακτήρα. Η δράση του Μαρτίου έτσι όπως έγινε στοίχησε τα μισά μέλη του κόμματος και απομάκρυνε χιλιάδες εργατών που το είχαν προσεγγίσει. Η θεωρία της επίθεσης έθετε ως πρώτο καθήκον την επιθετική δραστηριότητα του ΚΚΓ προκειμένου αργά ή γρήγορα να κατακτηθεί η εξουσία. Στη θεωρία της επίθεσης ασκήθηκε κριτική από την ΚΔ.

Το 1922 η οικονομική κατάσταση στη Γερμανία εξακολουθεί να είναι δύσκολη. Η βιομηχανική παραγωγή βρίσκεται μόλις στα 2/3 της προπολεμικής, ενώ το βιοτικό επίπεδο του λαού είχε πέσει κατά 4-5 φορές σε σχέση με το προπολεμικό. Η αγροτική οικονομία είχε καθοδική πορεία. Οι καταθέσεις στις τράπεζες είχαν καταντήσει χαρτιά χωρίς αξία. Από την άλλη η συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου δυνάμωσε. Με οικονομική ενίσχυση των μονοπωλίων και των γιούνκερς ιδρύονται αντιδραστικές και φασιστικές οργανώσεις που συμπεριλαμβάνουν παλιούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, τη νεολαία της αστικής τάξης, μέρος των υπαλλήλων και μικροαστών και ξεπεσμένων ταξικών στοιχείων. Στόχος όλων αυτών των οργανώσεων και στοιχείων είναι η κατάργηση της ΔτΒ, η συντριβή του ΚΚΓ, η εγκαθίδρυση ανοικτής δικτατορίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου και το πέρασμα σε επιθετική εξωτερική πολιτική. Το Μόναχο ήταν το κέντρο του Φασιστικού Κόμματος που ιδρύθηκε το 1919 και το οποίο προς εξαπάτηση των μαζών πήρε τον προσδιορισμό εθνικοσοσιαλιστικό. Το 1921 αρχηγός του γίνεται ο Χίτλερ. Στην πράξη αυτές οι οργανώσεις οργανώνουν διαδηλώσεις και δολοφονικά χτυπήματα.

Οι φασιστικές οργανώσεις διοργανώνουν διαδηλώσεις και δολοφονικά χτυπήματα. Βασικές ιδεολογικές αρχές των ναζί είναι:
η φυλετική ανισότητα,
η ανάγκη απόκτησης ζωτικού χώρου,
ο αρχηγισμός (φύρερ),
η παντοδυναμία της κρατικής μηχανής (θεωρία ολοκληρωτικού κράτους)[4],
ο αντικομμουννισμός[5].

Το 1923 η Γερμανία αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις απέναντι στους νικητές του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την κατάληψη της βιομηχανικής περιοχής του Ρουρ από γαλλικά και βελγικά στρατεύματα. Το αποτέλεσμα είναι ο πληθωρισμός να πάρει την ανιούσα και στη συνέχεια αυτό να οδηγήσει σε κοινωνική έκρηξη. Η κοινωνική έκρηξη φοβίζει τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αναγκάζοντάς της να μαλακώσουν τη στάση τους σχετικά με τις πολεμικές αποζημιώσεις. Έτσι, εκπονείται το σχέδιο Ντωζ για τη στήριξη της γερμανικής αστικής τάξης και την ανόρθωση της γερμανικής οικονομίας. Το σχέδιο Ντωζ ενισχύει εκλογικά το αστικό μπλοκ κομμάτων στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1924 και παρατηρείται μια περαιτέρω συντηρητική στροφή στο πολιτικό στερέωμα με πρωθυπουργό το Λούτερ, επιφανή πολιτικό παράγοντα και εκπρόσωπο του μονοπωλιακού κεφαλαίου και την εκλογή του μοναρχικού στρατάρχη Χίντεμπουργκ στη θέση του προέδρου της γερμανικής δημοκρατίας. Κατόπιν όλων αυτών η γερμανική οικονομία μπαίνει σε τροχιά ανάπτυξης και το 1927 ο όγκος της βιομηχανικής παραγωγής υπερδιπλασιάζεται σε σχέση με το 1923, υπερβαίνοντας κατά 5% το προπολεμικό επίπεδο. στην ανάπτυξη αυτή τον καθοριστικό ρόλο τον έπαιξαν τα αμερικανικά μονοπώλια, Στάνταρ Όιλ, Τζένεραλ Ελέκτρικ, Τζένεραλ Μότορς, Φορντ κ.ά. που διεισδύανε στη γερμανική οικονομίας με τη μέθοδο των απευθείας επενδύσεων. Η καπιταλιστική αυτή ανάπτυξη επετεύχθη εις βάρος της γερμανικής εργατικής τάξης με τη μέση ωριαία απόδοση του εργάτη να αυξάνεται πάνω από 27% ή και πάνω από 30-35% στους τομείς παραγωγής των μέσων παραγωγής. Ταυτόχρονα η ανεργία αυξανόταν και εντεινόταν η φορολογική καταπίεση.

Στα 1927-8 ο απεργιακός αγώνας της εργατικής τάξης δυναμώνει και σημειώνονται εργατικές εξεγέρσεις των εργατών ορυχείων και των εργατών βιομηχανικών προϊόντων. Με την όξυνση της ταξικής πάλης το ζήτημα της δημοκρατίας αποκτούσε ιδιαίτερη βαρύτητα. Το ΚΚΓ καλούσε τους σοσιαλδημοκράτες σε κοινές εκδηλώσεις οι οποίες απορρίπτονταν από τους δεύτερους. Η τακτική αυτή του ΚΚΓ φέρνει θετικά εκλογικά αποτελέσματα το 1928 και αυξάνει τις ψήφους του κατά 22% (από 2,7 σε 3,3 εκ.). Το φασιστικό κόμμα του Χίτλερ λαμβάνει 801.000 ψήφους και το σοσιαλδημοκρατικό 9,2 εκ. Η κυβέρνηση παραιτείται και σχηματίζεται κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» με πρωθυπουργό το σοσιαλδημοκράτη Μίλερ. Η κυβέρνηση Μίλερ προπαγάνδιζε την ορθολογική διαχείριση του καπιταλισμού και ψήφισε αντεργατικούς νόμους, για τον περιορισμό των βοηθημάτων ανεργίας, για την παράταση της εργάσιμης ημέρας, αύξησε τα στρατιωτικά κονδύλια. Το 1929 απαγορεύει την εργατική πρωτομαγιάτικη διαδήλωση, οι εργάτες αψηφούν την απαγόρευση, η διαδήλωση πραγματοποιείται και με διαταγή του σοσιαλδημοκράτη διευθυντή της αστυνομίας Τσέργκιμπελ πυροβολούνται άοπλοι εργάτες, πολλοί από τους οποίους τραυματίζονται και σκοτώνονται. Η δολοφονία των εργατών προκαλεί τη γενική αγανάκτηση και οργανώνονται διαδηλώσεις και απεργίες. Την ίδια χρονιά η κυβέρνηση αποφασίζει την κατάργηση της Ένωσης των κόκκινων πολεμιστών που είχε δεκάδες χιλιάδες μέλη, είχε ιδρυθεί από τον Τέλμαν και ήταν οργάνωση αυτοάμυνας των εργατών.

Η κρίση του 1929 χτυπά τη Γερμανία με ιδιαίτερη σφοδρότητα: η βιομηχανική παραγωγή πέφτει κατά 46,7%, οι τράπεζες Ντανάτ-Μπανκ, της Δρέσδης κ.ά. χρεοκοπούν και μαζί με αυτές 68 χιλ. επιχειρήσεις. Όλα αυτά ευνοούν τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Ανάμεσα στους βιομηχανικούς εργάτες οι άνεργοι έφτασαν τα 5 εκ., ενώ στο πρώτο τετράμηνο οι άνεργοι φτάνουν κοντά στα 8 εκ, το 31,6% των οποίων δε λάμβανε το επίδομα ανεργίας. Οι εργάτες απαντάνε στην κρίση με απεργίες, ενώ τα ρεφορμιστικά συνδικάτα προπαγανδίζουν το σύνθημα «στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης η απεργία είναι έγκλημα». Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η μονοπωλιακή αστική τάξη της Γερμανίας άρχιζε να προβληματίζεται και να φοβάται πως θα προκύψει ένα νέο επαναστατικό κίνημα. Με δεδομένο ότι η ταξική πάλη διεξαγόταν με ένταση, με το ότι το κύρος των παλιών αστικών κομμάτων μειωνόταν και με την ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας να αμφισβητείται από τα τμήματα των εργαζομένων που την υποστήριζαν, λόγω των αντιλαϊκών επιλογών της. Έτσι οι μονοπωλητές και οι γιούνκερς αποφασίζουν να υποστηρίξουν πιο ενεργά τους φασίστες. Ο διευθυντής του τραστ Φραινίνχτε Σταλβέρκε διοργανώνει το 1929 στο Ντίσελντορφ συνάντηση με το Χίτλερ με τους μεγαλύτερους Γερμανούς βιομήχανους του Ρουρ και χρηματοδοτεί τις προεκλογικές καμπάνιες των ναζί.

Τύσσεν και Χίτλερ

Το ναζιστικό κόμμα στηριγμένο στην άπλετη βοήθεια των γερμανικών μονοπωλίων αποθρασύνεται και διεξάγει μια πλατιά και αδίστακτη δημαγωγία. Στην προπαγάνδα τους επικεντρώνουν:
στην καταδίκη της συνθήκης των Βερσαλλιών,
στην άρση των περιορισμών που είχαν επιβληθεί σχετικά με τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς,
στην πρόθεσή τους για επανάκτηση των χαμένων εδαφών της Γερμανίας και γύρω από αυτό το τελευταίο αναπτύσσει τη θεωρία του ζωτικού χώρου,
στον περιορισμό της ανεργίας, στην αύξηση των μεροκάματων των εργατών, και στην καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας,
στην κατάργηση των ενοικίων για τους μικροαγρότες, στ) στη μείωση των φόρων για τους μικρεμπόρους και επαγγελματοβιοτέχνες,
στη δημιουργία νέου στρατού ικανοποιώντας τους αξιωματικούς του γερμανικού στρατού.

Όλα τα παραπάνω και το σύνθημα για ισχυρή Γερμανία παρασύρει εκατομμύρια εργαζομένων.

Συγχρόνως ως ένα πολιτικό μόρφωμα που ενισχύθηκε και υποστηρίχθηκε από τα γερμανικά μονοπώλια υπόσχεται πως θα καταπνίξει το εργατικό κίνημα και ότι θα εξουδετερώσει τη μαρξιστική επιρροή στις μάζες. Το 1930 οι ναζιστές σημειώνουν σοβαρή εκλογική επιτυχία λαμβάνοντας 6,4 εκ. ψήφους και ποσοστό 18,3%. Συγχρόνως τα παλιά αστικά κόμματα και το σοσιαλδημοκρατικό σημειώνουν καθοδική τάση, ενώ αντίθετα το ΚΚΓ αυξάνει τις δυνάμεις του και φτάνει το ποσοστό στο 13,1%. Έτσι ισχυροποιούνται δυο τάσεις: η μια του ριζοσπαστισμού και ή άλλη της πιο μαύρης αντίδρασης.

Στις 27 Ιανουαρίου του 1932 σε μια μυστική συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε στο Ντύσελντορφ με τη συμμετοχή 300 αντιπροσώπων του χρηματιστικού κεφαλαίου. Σε αυτή τη συνάντηση ο Χίτλερ αναπτύσσει το πρόγραμμα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και υπόσχεται στα γερμανικά μονοπώλια να ξεριζώσει το μαρξισμό από τη Γερμανία. Οι μονοπωλιακοί κύκλοι παρέχουν πολύμορφη στήριξη στο Χίτλερ και το κόμμα του.

Την άνοιξη του 1932 γίνονται προεδρικές εκλογές. Οι σοσιαλδημοκράτες προτείνουν για πρόεδρο το Χίντεμπουργκ υποστηρίζοντας ότι θα σώσει τη χώρα από το φασισμό, οι φασίστες προτείνουν το Χίτλερ και οι κομμουνιστές τον Τέλμαν. Το σύνθημα του ΚΚΓ ήταν «όποιος ψηφίζει Χίτλερ ψηφίζει πόλεμο!». Μετά το δεύτερο γύρο εκλογών τη νέα κυβέρνηση τη σχηματίζει ο Πάπεν που συνδεόταν με τις φασιστικές οργανώσεις. Η κυβέρνηση Πάπεν αυξάνει τη φορολογία και περικόπτει τα κονδύλια για τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Τον Ιούλιο του 1932 η κυβέρνηση καταργεί το ράιχσταγ και τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας. Το ΚΚΓ παίρνοντας υπόψη αυτή τη νέα πραγματικότητα προτείνει στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα την κήρυξη γενικής απεργίας διαμαρτυρίας. Οι σοσιαλδημοκράτες απορρίπτουν την πρόταση και δηλώνουν ότι θα δρουν εντός των πλαισίων της νομιμότητας. Τον Ιούλιο στις νέες εκλογές για το ράιχσταγ το φασιστικό κόμμα παίρνει το 37,4% του εκλογικού σώματος, το ΚΚΓ 14,6% και το σοσιαλδημοκρατικό το 21,6%. Οι ναζί αξιώνουν να τους δοθεί η εξουσία και η Κλάρα Τσέτκιν καλεί από το βήμα της βουλής το γερμανικό λαό στο σχηματισμό ενός μετώπου απόκρουσης του φασισμού: «Μπροστά σε αυτή την επιτακτική ιστορική ανάγκη πρέπει να υποχωρήσουν οι πολιτικοί, οι επαγγελματικοί και οι θρησκευτικοί λογικοί που μας δεσμεύουν και μας χωρίζουν», έλεγε χαρακτηριστικά η Κλάρα Τσέτκιν. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς γίνεται κατορθωτό έπειτα από την έκκληση του ΚΚΓ να σχηματιστεί ένα πλατύ αντιφασιστικό μέτωπο με τη συμμετοχή κομμουνιστών, σοσιαλδημοκρατών και ανένταχτων εργαζομένων. Το Νοέμβριο του 1932 γίνονται νέες βουλευτικές εκλογές και το ΚΚΓ ανεβάζει τα ποσοστά του κοντά στο 17%, ενώ οι ναζί πέφτουν στο 33,1%.

Οι ναζί έχουν περικυκλώσει τα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Βερολίνο

Στις 22 Ιανουαρίου οι χιτλερικοί οργανώνουν με την ανοχή της αστυνομίας μια προκλητική διαδήλωση μπροστά στα γραφεία του ΚΚΓ. Η απάντηση έρχεται με διαδήλωση 150.000 ατόμων στους δρόμους του Βερολίνου που δηλώνουν την πρόθεσή τους να αποκρούσουν την απειλή του φασισμού. Οι σοσιαλδημοκράτες ακόμη και σε αυτή τη φάση αρνούνται να σχηματίσουν ένα ενιαίο μέτωπο. Στις 30 Ιανουαρίου του 1933 ο πρόεδρος Χίντεμπουργκ διορίζει το Χίτλερ καγκελάριο. Έτσι, ξεκινά στη Γερμανία μια ανοικτή τρομοκρατική δικτατορία του φασισμού, του πιο αντιδραστικού πολιτικού κόμματος της αστικής τάξης. Την επόμενη ημέρα η ηγεσία του ΚΚΓ καλεί την ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος σε γενική απεργία με συνθήματα «όλοι στο πεζοδρόμιο», «Να κλείσουν τα εργοστάσια». Η πρόταση για κοινή δράση απορρίπτεται και πάλι από τη σοσιαλδημοκρατία με τη δικαιολογία ότι ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία με νόμιμο τρόπο. Οι ναζί διαλύουν αμέσως το ράιχτσαγ και προκηρύσσουν αρχές Μαρτίου του 1933 νέες εκλογές. Οι χιτλερικοί δε νιώθουν ακόμη τόσο δυνατοί και προστρέχουν για άλλη μια φορά στη βοήθεια των μονοπωλίων. Έτσι στις 20 Φεβρουαρίου ο Χίτλερ και ο Γκέριγκ συναντώνται με 25 από τους πιο ισχυρούς εκπροσώπους του γερμανικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Ο Χίτλερ τους δηλώνει πως κύριος σκοπός του κόμματός του είναι η επιβολή ολοκληρωτικού ελέγχου, η εξουδετέρωση κάθε αντιπολίτευσης και η δημιουργία ενός ισχυρού γερμανικού στρατού. Οι μονοπωλητές εγκρίνουν τους στόχους του Χίτλερ και δημιουργούν ταμείο με 3 εκ. μάρκα για τη στήριξη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος.

Η προσπάθεια συντριβής του ΚΚΓ ξεκίνησε με τη γνωστή προβοκάτσια  του εμπρησμού του ράιχσταγ. Για τον εμπρησμό κατηγορούνται οι κομμουνιστές. Κύριος οργανωτής της στημένης αυτής υπόθεσης είναι ο Γκέριγκ, όποιος ο ίδιος ομολόγησε αργότερα. Κατόπιν του εμπρησμού ακολούθησαν οι συλλήψεις χιλιάδων αντιφασιστών και ο εγκλεισμός σε φυλακές άνω των 10 χιλ. Ταυτόχρονα αναστέλλονται με έκτακτο διάταγμα όλα τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που εγγυούνταν την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων. Οι κομμουνιστές συνεχίζουν τον αγώνα για την ενότητα της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων. Στις 27 Φεβρουαρίου στέλνεται γράμμα από τον Τέλμαν προς όλους τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες και τα μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που καλεί στη συγκρότηση ενιαίου μετώπου. Η έκκληση απορρίπτεται για άλλη μια φορά. Στις εκλογές του Μαρτίου το 1933, μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας,  το ΚΚΓ λαμβάνει το 12,3% και οι ναζιστές το 43,7%. Το ποσοστό αν και μεγάλο δεν τους έδινε την απόλυτη πλειοψηφία και προκειμένου να την αποκτήσουν, ακυρώνουν την εκλογή 81 κομμουνιστών βουλευτών. Από εδώ κι έπειτα ακολουθεί μια μαύρη περίοδος στυγνή τρομοκρατίας και βίας.
Σε καθημερινή βάση πραγματοποιούνται συλλήψεις, βασανισμοί και δολοφονίες. Στις πρώτες 6 εβδομάδες φυλακίζονται 18 χιλ. κομμουνιστές.
Διαλύονται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, δημεύονται οι περιουσίες τους και οι ηγέτες τους κλείνονται σε στρατόπεδα.
Μετά τους κομμουνιστές ακολουθούν οι σοσιαλδημοκράτες παρά το γεγονός ότι η στάση τους είχε διευκολύνει την άνοδο των φασιστών. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα απαγορεύεται και τα μέλη του κηρύσσονται αντικρατικά στοιχεία και χιλιάδες από αυτά κλείνονται στις φυλακές και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το χτύπημα των κομμουνιστών ήταν το πρελούδιο για την κατάργηση κάθε αστικοδημοκρατικής ελευθερίας.
Το Σεπτέμβριο οι χιτλερικοί οδηγούν σε δίκη το Δημητρόφ ως τον κύριο υπεύθυνο του εμπρησμού του Ράιχσταγ. Η απολογία του Δημητρόφ αποκαλύπτει τους πραγματικούς εμπνευστές αυτής της προβοκάτσιας και εμπνέει το παγκόσμιο προλεταριάτο. Σε όλο τον κόσμο διοργανώνονται καμπάνιες υπέρ του Δημητρόφ και κάτω από την παγκόσμια πίεση οι κατηγορίες εναντίον του Δημητρόφ καταρρέουν.

 Πώς, όμως, κατόρθωσαν οι ναζί να κερδίσουν και να κρατήσουν με το μέρος τους μεγάλο μέρος των Γερμανών εργαζομένων;
Τα γερμανικά μονοπώλια αξιοποίησαν τους βαρύτατους όρους της συνθήκης των Βερσαλλιών που πρώτα και κύρια βάραιναν τα πιο αδύναμα οικονομικά στρώματα της Γερμανίας.
Με την ανοικτή βία και τρομοκρατία κατάφεραν να φοβίσουν μεγάλα τμήματα του γερμανικού λαού και να τα αποσύρουν από την ταξική πάλη με τον ένα ή άλλο τρόπο.
Εξαγόραζαν την αφρόκρεμα των εργατών με χαριστικές άδειες, με οργάνωση ταξιδιών αναψυχής κ.ά.
Εξαπέλυσαν μια καλά δομημένη και μελετημένη προπαγάνδα με βάση την οποία οι Γερμανοί αποτελούσαν μια ανώτερη ράτσα που χρειαζόταν το ζωτικό χώρο για να μεγαλουργήσει.

Κάψιμο βιβλίων απο τους Ναζί, Βερολίνο 1933

Αφού οι Ναζί κατορθώνουν να βρεθούν στην εξουσία αναδιοργανώνουν τη γερμανική οικονομία και την προσαρμόζουν ώστε να προετοιμαστεί η Γερμανία για τον επερχόμενο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Έτσι, αυξάνονται οι φόροι, λεηλατούνται τα ασφαλιστικά ταμεία, περικόπτονται οι κοινωνικές παροχές, πραγματοποιούνται αναγκαστικοί έρανοι κι έτσι ενισχύεται η πολεμική βιομηχανία. Κυριαρχεί το σύνθημα του Γκέριγκ «κανόνια αντί για βούτυρο». Οι αγρότες υποχρεώνονται να παράγουν ό,τι του υπαγόρευε το κράτος και να παραδίδει την παραγωγή τους σε αυτό σε χαμηλές τιμές. Τα πολεμικά εργοστάσια δούλευαν σε τρεις βάρδιες. Παράλληλα σημειώνεται μεγάλη μονοπώληση της οικονομίας με το 70% της παραγωγής να ελέγχεται από τα μονοπώλια. Τον πρώτο καιρό της φασιστικής διακυβέρνησης σημαντικό ρόλο παίζουν τα τάγματα εφόδου. Τα σώματα αυτά αριθμούσαν 3 εκ. μέλη που στρατολογούνταν κυρίως από μικρομαγαζάτορες, υπαλλήλους, μεσαία στρώματα και ως ένα βαθμό μικρούς αγρότες. Οι άνθρωποι αυτοί παρασυρμένοι από την κίβδηλη αντικεφαλαιακή ρητορεία των ναζί, επιζητούσαν τώρα μια δεύτερη επανάσταση για να μπει τέρμα στη βλαβερή επίδραση του μεγάλου κεφαλαίου. Έτσι, διαμορφώνεται μια εσωτερική αντιπολίτευση στο ναζιστικό κίνημα και ο Χίτλερ αποφασίζει να βάλει τέρμα σε αυτή την υπόθεση. Έτσι, στις 30 Ιουνίου του 1934 οι χιτλερικοί εξοντώνουν χωρίς δισταγμό τους οπαδούς της δεύτερης επανάστασης. Τα θύματα υπερέβησαν τα 1000 και η σφαγή αυτή έμεινε στην ιστορία ως «η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών». Μετά από αυτό τα τάγματα εφόδου (SA) μειώνουν την επιρροή τους και έρχονται στο προσκήνιο τα SS και η γκεστάπο. Σκοπός αυτών των οργανώσεων είναι η εξόντωση των πρωτοπόρων στοιχείων του γερμανικού λαού.

Η τρομοκρατία αποτελεί πλέον μια πάγια κατάσταση για το γερμανικό λαό. Κοινωνικές κατηγορίες χαρακτηρίζονται ως αντικοινωνικές. Πρόκειται για μακροχρόνια ανέργους, για μικροεγκληματίες, για ανθρώπους με βαριά αναπηρία, για ασθενείς που η ασθένειά τους θεωρούνταν κληρονομική, για όσους θεωρούνταν ότι παρέκκλιναν σεξουαλικά, για ανθρώπους που είχαν επιβιβαστεί χωρίς εισιτήριο στα μαζικά μέσα μεταφοράς και για όσους είχαν επιδείξει αγωνιστική στάση στον εργασιακό τους χώρο. Οι περισσότεροι από αυτούς εγκλείστηκαν και πέθαναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το 1941 μόνο, υπήρχαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης 110.000 άτομα που δεν ήταν εβραϊκής καταγωγής. Το σχέδιο αυτό εξυπηρετούσε ανάμεσα στα άλλα την ευγονική[6].

Όσον αφορά στις εργασιακές σχέσεις, υπάρχει μια μυθολογία για την εξάλειψη της ανεργίας από το ναζιστικό καθεστώς. Ωστόσο, υπάρχουν δυο πλευρές. Από τη μια η μείωση της ανεργίας επετεύχθη μέσω της καταναγκαστικής εργασίας. Επρόκειτο για άμισθη εργασία συνδεδεμένη με την Πρόνοια και έξω από το νομικό πλαίσιο που όριζε τις εργασιακές σχέσεις. Ο εργάτης δεν είχε δικαίωμα μισθού ενώ του παρέχονταν σίτιση και στέγαση[7]. Συγχρόνως, υπήρχαν περιπτώσεις που οι εργάτες εργάζονταν μέχρι και 110 ώρες την εβδομάδα μέσα σε απίστευτες συνθήκες εντατικοποίησης[8].



[1] . Βλέπε αναλυτικά Χάρμαν Κρις, Η χαμένη επανάσταση, Γερμανία 1918-1923, σελ. 50-60, εκδ.  μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, 2008

[2] . Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Η1-Η2, σελ. 177-178, εκδ. μέλισσα, 1962.

[3] . Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Η1-Η2, σελ. 177-178, εκδ. μέλισσα, 1962.

[4] . Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, Λήμμα Φασισμός, τ.33, σελ. 646-647 , Εκδοτική Εταιρεία Ακάδημος, 1983.

[5] . Βλέπε χαρακτηριστικά, Αδόλφος Χίτλερ, Ο Αγών μου, σελ. 621-650, εκδ. Κάκτος, 2006.

[6] . Μπολόνια Σέρτζιο, Ναζισμός και εργατική τάξη, σελ. 89-92, εκδ. Antifa-Scripta, 2011.

[7] .Ό.π. σελ.91-92.

[8] .Ο.π., σελ. 138.